Κομμένο ένα
Έχω ξεχάσει να κοιτάζω,
μόνο φαντάζομαι.
Το ίδιο μου το κρέας ασπρίζει,
μυρίζω το λιγόστεμά μου
ως τους αγκώνες φυτεμένος,
στηρίζοντας ενα υπόλοιπο σώμα
σαν έτοιμο να φύγει, να γκρεμιστεί
ή να πετάξει απέναντι στην όχθη
Θα διέλυε τότε το πρόσωπο
που με διώχνει και με δένει
με ένα τρίξιμο
τόσο διαρκές και λείο,
βλέμμα λεπίδα κι όμως οικείο
Γλύφουν οι όψεις τον ψίθυρο
κι απότομα γεμίζει το στόμα μου νερό
Δεν έχω δικό μου τίποτα,
Μόνο ανάγκη κίτρινη κι αυτό το αίνιγμα·
Είναι αδελφός και πόθος
αέρας μου, ανάμνηση –και σαν κομμένο ένα
translation by Yannis Goumas
Chrysanthemum
Cartes Postales
The night collapses in this white corner with the split screen swallowing the teeth fingers and eyeballs of passersby. A bottle of alcohol is rolling along the road’s curve. The bottle falls in the river with a creased piece of paper against the current.
Save me. Find me and pull me out by the hair.
Coexistence is a multi-unit enigma.
The total is revealed by fitting each loneliness
to the other’s outline.
It’s customary. A lonely look at things – with the guilt of an animal that’s eating sweetmeat intended for bait. At a certain moment it may be forgotten. Once the sugar crystallizes on the palate. The slaughter takes place between blindness and utter clarity. Common denominator is the white, the world’s white corner that resembles death.
Kedros Publ. 2015
σα να βιάζομαι.
πρέπει να τα ξανασκεφτώ όλα από την αρχή
να θυμηθώ ποιος ήμουν τότε
να βρω ποιος ήμουν
κυρίως ποιος ήταν ο άλλος, εκείνος
υπήρξε αρχή;
αυτός δε ο Δαίδαλος αττικίζει μεν
και το είδος υπέρσοφον τι και έννουν βλέπων,
αττικίζει δε και αυτό το σχήμα’
φαιόν γαρ τρίβωνα τούτον αμπέχεται
μια ατέρμονη σειρά σημείων
δεν είμαι σίγουρος εάν έχω επιβιώσει
να βρω έναν δίσκο και μια σφύρα
ένα κομμάτι μάρμαρο εκεί σώζομαι
τα άλλα είναι διάττοντες του ξύπνιου
καίνε δίχως μου
[…]
κλεισμένος στο αμπάρι
περιμένω το πρώτο φως
το άκουσμα της πείνας τους να μαζεύει τα δίχτυα
να απλώνουν το αλάτι ρυθμικά
με τις παλάμες στα κουπιά
άθελά τους συνομωτούν
για να ξέρω τις ώρες
νομίζουν πως μετρώντας υποφέρω περισσότερο
αυτό σκίζει για λίγο τη νύχτα μου
γλιστράει ο κόσμος εντός
κι εγώ συνέρχομαι
στο άγνωστο κάποτε
ως τε ζωοί βροτοί
όπως εδώ έχω χάσει τα μάτια
έχω ξεχάσει αν έχω δάχτυλα δικά μου
να νιώσω
-αυτό μου λείπει για να ξεκινήσω
(από την συλλογή “κοχλίας”, εκδ. Κέδρος 2012)
αυτός δε ο Δαίδαλος αττικίζει μεν
και το είδος υπέρσοφον τι και έννουν βλέπων,
αττικίζει δε και αυτό το σχήμα
φαιόν γαρ τρίβωνα τούτον αμπέχεται
i’m not sure whether i’ve outlived
an endless line of marks
to find a discus and a hammer
a piece of marble that’s where i survive
all else is wake’s shooting stars
they burn without me
[…] shut in the hold
i wait for the peep of day
to hear their hunger gathering the fishing nets
hear them spreading the salt rhythmically
palms on the oars
unwittingly do they conspire
for me to know the hours
they think i suffer more by counting
this rips my night for a while
the world slides within
and i recover
in the unknown sometime
ως τε ζωοί βροτοί
as i’ve lost my eyes here
so i’ve forgotten if i have fingers of my own
with which to feel
this is what i’m missing in order to make a start
(from the poetry collection Cochlea, Kedros Publ. 2012)
ο ύπνος έχει διαγραφεί όλα συμβαίνουν στο λυκόφως νύχτες σαν μέρες, μέρες καθόλου αγνές φλύαρες σκιες με τραβούν στον χορό τους, τώρα εξόριστη τριγυρνώ σε χίλια εκτάρια ονείρων μόνο τα χρώματα είναι καθαρά πράξεις καταβροχθίζουν η μια την άλλη το χέρι βάφεται κυανό πράσινο κόκκινο πορτοκαλί σε μια ακαριαία καμπύλη όλα συμβαίνουν μέσα από ένα κλείστρο η εικόνα αναστρέφεται δύο, τρεις διαστάσεις, έξι, δώδεκα -μία για κάθε σιωπή- φτερουγίζω στη δίνη του νερού ή στο κεφάλι μου βρυχάται ένας ωκεανός; αν ξυπνούσα -αν τολμούσα να επιστρέψω στην κανονικότητα στην εναλλαγή νάρκης φωτός όλες οι ασημένιες μου στιγμές θα έλιωναν όλα συμβαίνουν σε μιαν άλλη πραγματικότητα cobalt blue - το χάσμα μεταξύ ήλιου που βουλιάζει και χιονισμένων νοημάτων το λέω «στόμα έτοιμο να μιλήσει» -μακρύς διάδρομος οδηγεί στην αρχή της περιπλάνησης -παιδί μαζεύει βελανίδια πεσμένα στο χώμα, λέω «οι ξένοι με ξέχασαν απόψε» -τις Κυριακές δεν υπάρχει κανείς εκτός από εμένα (τότε θυμάμαι πως τους μοιάζω) -«κίτρινο πουκάμισο πιασμένο με μανταλάκια σε σκοινί» μια χοντρή γυναίκα με άπλωσε να στεγνώσω -ο χρόνος επιβραδύνεται όσο λιγότερα χρώματα βλέπεις (στο άσπρο μαύρο σταματάει) -φυσάει σταγόνες σχηματίζονται στον αέρα «μετέωρες, παγωμένες σταγόνες» -όσο μικρότερο τελάρο τόσο περισσότερο cobalt blue -συνεχίζω για να μην ξεραθεί το χώμα στις φτέρνες μου -ούτε μια λέξη πέρα από το πινέλο του ζωγράφου ούτε «γνωρίζω» ούτε «θέλω»’ έξω μπορεί να συμβαίνει οτιδήποτε -ο χειμώνας μπορεί να τελειώσει κάποτε -αμφιβάλλω -σπίτια, δρόμοι, αυτοκίνητα όχι, μόνο κίτρινα «δέντρα» -οι φύλακες έχουν κατάθλιψη, οι φύλακες κοιμούνται -δεν βιάζομαι΄ αν φύγω από την αίθουσα με τους πίνακες πάλι επισκέπτρια θα’μαι -οι μορφές στους πίνακες μας παρατηρούν; -θά’θελα νά’μαι «γυναίκα ξαπλωμένη» ή «γυμνό», μολύβι σε χαρτί’ θά’μουν κάτι συγκεκριμένο -η έκθεση θα διαρκέσει ως την άνοιξη’ η περιπλάνηση ως το τέλος της χειμώνας κάτω από τον πάγο χειμώνας λευκή εποχή ακατανόητη νερό πέφτει τα πρωινά στον λευκό νιπτήρα με κρυώνει, με εκνευρίζει δεν έχει χρώμα αυτό το νερό είναι ο χειμώνας κάποια στιγμή θα κοκκαλώσει -ανεστραμμένος πίδακας- σκύβω ενώνω τα χέρια μου να πλυθώ ν’αρπάξω τα μάτια μου ανοίγοντάς τα έχω περάσει από τις τρυπίτσες της μεταλλική υδρορρόης κατευθείαν στον ουρανό δεν κάνει κρύο πια πετάω δεν βλέπω ανθρώπους ούτε σκαλωσιές, μόνο γαλάζιο σμήνος από χελιδόνια κολυμπάω ανάμεσά τους κι αυτό είναι η πόλη κάτω απ΄ την πόλη υπάρχουν δρόμοι και τρένα, ναι, το τρένο σκαρφαλώνει τα τείχη πράσινο χωρίς παράθυρα, άδειο γελάει και σφυρίζει πετάω κι είμαι πάντα φύλλα ξεχασμένα από το προηγούμενο φθινόπωρο ανακατεύονται στα μανίκια στα μαλλιά, στο στόμα μου τα μασάω όμως δεν γυρίζουν ανάστροφα οι βολβοί μου λέξη δεν λέω, δεν γνωρίζω το μέλλον δεν υπάρχει μέλλον όλα εδώ συμβαίνουν το χειμώνα σήμερα τώρα κοίτα κι εσύ μου φαίνεσαι κάτι ασήμαντο τόσην ώρα όρθια ξεχτένιστη άπλυτη μπροστά στον καθρέφτη με το νερό να τρέχει ένα αστείο είσαι ξεθωριασμένο Λίλιθ Ι το όνομά μου είναι Λίλιθ - σαν τραγούδι παιδικό - Λίλιθ, λήθη που πιάστηκε στα δόντια και κόπηκε κρίνος λευκός κι αμάραντος σε ρόδινες κοιλάδες ποτέ δεν υπήρξα ούτε μοιραία γυναίκα πια ούτε άλλη δύναμη φωσφόρου μέσα μου να μεταμορφώνει όψεις και πράγματα -λίγα πράσινα λέπια ξεραίνονται στις γάμπες μου μόνο κοιμωμένη ενός μύθου εδώ και χρόνια δεν ακούω, έχω ζαρώσει ροχαλίζω τις νύχτες του Αυγούστου δεν έχω κουράγιο να σκαρφαλώνω βεράντες να σαλτάρω από ανοιχτά παράθυρα να κλέβω το σπέρμα των εραστών και τα υγρά σεντόνια το φύλο μου κοιμάται (με ένα μαχαίρι νόμιζα το είχα ξεριζώσει, όμως αυτό μεγάλωσε) λουλούδι κάκτου’ μωβ του αθάνατου έχει καταπιεί τον άνδρα και το ταίρι του τους κρατάει εκεί, δες το, μη φοβάσαι τώρα νύχτωσε τριγυρίζω μήπως ακούσω κάποιο λυγμό, βογγητό ή ρίγος ηδονής’ μετά θα καθίσω ήσυχα στο πεζοδρόμιο μασώντας ηλιόσπορους ως το πρωί λεπιδόπτερο (απόσπασμα) ποια μεμβράνη με δένει με τα πράγματα; με το ένα χέρι ψηλαφώ το σώμα μου με το άλλο τυλίγω γύρω μου το μεταλλικό φίδι εκτοξεύει νερό στην κοιλιά μου (σκουριάζει η σπείρα μετά τον τεμαχισμό του λώρου) διαπερνώ τον τοίχο, ψάχνω νερό ποτάμι, πραγματικό ποτάμι πέρασαν πέντε λεπτά; φοβάμαι όταν στεγνώσω θα είμαι ο ίδιος. είχα πει, απόψε τελειώνει θα γίνω εγώ κανείς δε φαντάζεται γιατί άλλωστε; κατεβαίνω σκάλες και σκάλες νιώθω τη φτέρνα μου στην άκρη του μαρμάρου το χέρι μου ανοίγει δρόμο στις σκιές πίσω από τις πόρτες βλέμματα τους τρέχουν τα σάλια πράσινα βελούδα και γυαλιστερά φύλλα ύφασμα με χαϊδεύουν νιώθω τα πόδια μου να μεταφέρουν τον κορμό μου νιώθω το κόκκινο στο στόμα νιώθω όμορφη τα βλέμματα οσμίζονται, κρασί και ροδάκινο, εγώ κρεμάνε τη γλώσσα, περιμένουν κι εγώ, ο μαγωδός, προχωρώ καταδύομαι στην κρυφή μου ώρα ποιος θα βρεθεί να με κάνει θύμα να ασελγήσει στη δειλία μου (όταν ξεφτιλίζομαι βρίσκω δύναμη) γιατί λείπω ναι, εγώ που κλειδώνω από τις οκτώ μη με αρπάξει το σκοτάδι εξαφανίζομαι δεν ντρέπομαι με ένα νεύμα να ικανοποιήσω τόσους πεινασμένους στα βλέφαρα η κόπωση της μέθης και μπλε σκιές αποτυπώματα ανώνυμων εραστών οι λέξεις κολλάνε στα κραγιόν καλύτερα σιωπή΄ τώρα πρωί, πλένομαι, τρίβομαι σακατεύω την επιθυμία για να συνεχίσω τη χτεσινή μέρα (πέρασαν πέντε λεπτά;) ο εαυτός μου γδαρμένος από πάνω μου ντρέπομαι δεν έχει άρωμα το δέρμα μου μόνο αυτά τα μαύρα αγκάθια στο πηγούνι φυτρώνουν κανονικά ερήμην μου ναι, βελόνες, βελόνες γύρω στην πληγή ανοιγοκλείνει αιδοίο στο βυθό σέρνω μια λεπίδα πάνω του γυμνό το στόμα μου μαυρίζει μετά ερεθίζεται ντρέπομαι κάποτε περπατούσα στο κανάλι st. Martin διάφοροι καλλιτέχνες κι αλήτες ζωγράφιζαν έπιναν κρασί σε χάρτινα ποτήρια τραγουδούσαν ένας με σταμάτησε έβγαλε ένα ψαλίδι κι ένα κομμάτι μαύρο βελούδο δεν καταλάβαινα μου μιλούσε κι έκοβε κομματάκια βελούδο (μαύρα ξέφτια ταξίδευαν στο ποτάμι) μιλούσε κι έκοβε δεν καταλάβαινα. γύρισα να φύγω, με άρπαξε από τον ώμο ανέμισε μπροστά στη μύτη μου το βελούδο: είχε ψαλιδίσει το προφίλ μου. ως κι οι βλεφαρίδες ξεχώριζαν του έδωσα 15 φράγκα. Κλώνος (αποσπάσματα) Τρίτη, 19:38, 6Ο C. είμαι ήδη μέσα στο λεωφορείο επόμενη στάση να’ τος, τρέχει, βουτάει τα χείλη του κολλάνε στο τζάμι φιλί μέδουσας τα πλοκάμια του ανεμίζουν χαμογελάει πάλι κλαίω πνίγομαι ποιος βρίσκεται μέσα στο ενυδρείο; αυτός ή εγώ; …………………………………………………………… μια μέρα έφτασα μέχρι τον σταθμό των τρένων έβγαλα εισιτήριο πήρα ένα σάντουϊτς σκαρφάλωσα στο βαγόνι 3΄ για την αναχώρηση στον πάγκο κάποιος σκεπασμένος με χαρτόνια κοιμάται - μόνο χοντρά τριχωτά δάχτυλα σκασμένα από το κρύο παίζουν σε διάφανο clavier 1΄ για την αναχώρηση ο κάποιος σηκώνεται τεντώνεται φοράει το καπέλο τη σφυρίχτρα του σταθμάρχη τρέχει πάνω κάτω σφυρίζει 1΄ για την αναχώρηση ο κάποιος πετάει το καπέλο τη σφυρίχτρα πιάνει ένα μπουκάλι μπύρα σαλτάρει στο βαγόνι φωνάζει «το τέλος έρχεται», βρίζει «μετανοείτε» σκοντάφτει και βρίζει 1΄ για την αναχώρηση ο κάποιος κοκκαλώνει μπροστά μου με κοιτάζει νομίζω θα ανοίξει το στόμα του θα με καταπιεί ή θα ξεράσει προφητείες «φεύγεις;» κάθεται με παίρνει στα γόνατά του κλαίει με νανουρίζει αναχώρηση σήμερα ένα κομμάτι δρόμου κολλάει στη φτέρνα μου σε κάθε βήμα περπατώντας ψηλώνω μόλις διασχίσω τη λεωφόρο θα είμαι 2m και 14cm, φοβάμαι σε μια στροφή αυτός χειροκροτά με τα πτερύγιά του δεν τον ακούει λοιπόν κανείς; ο κόκκινος χαρτοφύλακας ή τα βράγχιά του πάλλονται «σταμάτα να χαμογελάς!» δεν ακούει όπως κανένα πλάσμα του μυαλού δεν μας υπακούει χάθηκε κι εγώ μικραίνω πάλι
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μια ποιητική συλλογή σε δύο ενότητες.
1η ενότητα: «Γυμνό, μολύβι σε χαρτί», ένα σκίτσο ή μια διαδικασία, μέσα από τη γραφή και τις λέξεις να φανεί κάποια στιγμή το αληθινό πρόσωπο. Η «Μαγδαληνή» παλεύει με το σώμα της, με τη μνήμη που έχει χαράξει το κορμί της, την αϋπνία× η απουσία έχει στοιχειώσει μέσα της, γίνεται οργή και οδύνη, γίνεται διάλογος με έναν αόρατο άλλον.
Στην «cobalt blue», έντονο και βαθύ όπως η θάλασσα, οι εικόνες και οι στιγμές διαδέχονται η μία την άλλη όπως σε μια έκθεση ζωγραφικής, ο ήλιος ξεφλουδίζεται, ο υάκινθος κρύβει ένα μυστικό, ο χειμώνας γίνεται πουλί στους δρόμους της πόλης.
Οι μύθοι παραπλανούν και εξορίζουν τους ήρωές τους στη μοναξιά. Γι’ αυτό η «Λίλιθ», η αρχαϊκή θεότητα, επιστρέφει. Για να διεκδικήσει την αληθινή της φύση. Κι ένα γράμμα, σε ένα πλάσμα αιθέριο, σε ένα alter ego. Ποιος είναι πιο μακριά από τον άλλον; Ο αποστολέας ή η Αγγελική του;
2η ενότητα: «Μαγωδός», ιδιότητα ηθοποιών και μίμων κατά το ύστερο βυζάντιο, άνδρας ή και γυναίκα ακόμη, που μεταμφιεζόταν, χόρευε, έκανε μιμήσεις, διασκέδαζε και μάγευε τους θεατές με καταπληκτική δεξιοτεχνία και αισθησιασμό.
Τρεις συνθέσεις, τρεις όψεις. Τρία πρόσωπα που καθρεπτίζονται σε ιδιαίτερα κάτοπτρα: σε μια λεπίδα, στο πρόσωπο ενός άλλου, σε ένα ασημένιο κουτάλι, αναζητώντας μια ταυτότητα. Από το απολύτως ρεαλιστικό στο αφηρημένο, από το τώρα στο φανταστικό και πάλι πίσω, αυτοαναλύονται και συνειδητοποιούν.
Στο «Λεπιδόπτερο», ένας άνδρας φυλακισμένος στο σώμα του, όπως ένα έντομο σε γυάλα, φλερτάρει με τη λεπίδα του ξυρίσματος, με τη βίαιη αλλαγή, με την έντονη επιθυμία να δημιουργήσει εξαρχής τη φύση του. «Κάτω από αυτό το δέρμα βρίσκομαι εγώ». Πώς να αντιμετωπίσει κανείς αυτόν τον ξένο, τον εαυτό του;
Στον «Κλώνο», μια παιχνιδιάρικη υποψία, ένα κυνηγητό με έναν άγνωστο μέσα στην πόλη, γίνεται εμμονή, φόβος. Ο άγνωστος γίνεται διώκτης, ένα φάντασμα, αυτός που γνωρίζει. Ένα καταπιεσμένο κομμάτι του είναι που προσπαθεί να εκδηλωθεί, να επικοινωνήσει. Τον έχουμε ανάγκη.
Στην «Ανίσχνευση» μια νέα γυναίκα αρνείται να ξεπεράσει την αδυναμία της. Μέχρι που βλέπει την όψη της σε ένα κουτάλι. Ψάχνει τις αιτίες για το λαβύρινθο στον οποίο έριξε τον εαυτό της. Τάσης φυγής σε περιοχές των παιδικών χρόνων, ή του ονείρου, και απότομη προσγείωση. Η αυτοκαταστροφή διασπάται από στιγμές αναλαμπής και διαύγειας, η παραίτηση από τη θέληση.