της Ναταλίας Κατσού
hartismag.gr – Ιούλιος 2019
Πουλιά λερώνουν ένα τυφλό μάτι, έτσι ονειρευόμαστε.
Το πρόσωπο σαν κεφαλή θεού σ’ αυτόν τον κόσμο της λογικής
Υπήρξε ένας ισχυρός φακός
Κρυστάλλινος κάποτε, η τελειότητα στο στόχαστρό του.
Τώρα όμως φύλλα τρίβουν και χοροπηδούν
Από άκρη σ’ άκρη στην αυτοκρατορία που ξεφλουδίζει, φαίνεται
Πως τίποτα δεν είναι το ίδιο’
Μπορεί να εξετάζουμε
Τα σκουπίδια στη ζωή μας, στα πάντα’
Κι αυτήν την στιγμή η λέξη Λήθη
Μας στρέφει τον έναν στον άλλο, σαν να μας πετρώνει.
Οι ζωές μας, ναι, όμως άδειες από τον βίο μας!
Οι εκτυφλωτικές μέρες δεν έχουν αφήσει πρόχειρο φως
Ή την σκιά του φωτός στο έδαφος
Όπου, χέρι χέρι, σκληραίνουμε, ασπρίζουμε, γινόμαστε
Σιωπηλοί και ξεροί εντός,
Συγχυσμένοι που δεν υπάρχει η καμπύλη του ουράνιου τόξου,
Καμία ζωντάνια, καμία τρυφερότητα,
Ούτε καν το ευχάριστο ανάβρυσμα
Που κάνει το πρόσωπο να λάμψει, εάν έχουν σημασία τέτοια μικροπράγματα
Εφόσον όλα είναι πέτρα –δηλαδή, τα πάντα εκτός από το ηχηρό, ράθυμο στέμμα
Των φιδιών, το στόμα που ανοίγει, μιλάει,
Τα μάτια που οι χωρίς επιστροφή ήλιοι τους ατενίζουν
Προς την καθαρή διανόηση, μέχρι που αυτό θαμπώνει …
Ω τρελαμένος από τέτοια όνειρα,
Τέτοια χαρακτηριστικά να γυρίζουν στο κεφάλι του σαν μάτια,
Απόψε ίσως κάποιος από εμάς
Να δρασκελίσει έξω στο πιο κρύο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι
Και να ξεγυμνώσει το όνειρό του
Σε έναν φτηνό φιδίσιο φόβο
Που αντανακλάται για πάρα πολύ καιρό σε ένα ευγενές κάτοπτρο
Όλο πόθο και κελάηδισμα, παιχνίδια με νερό και δόλο
Και να υψώσει το τρεμάμενο σπαθί του, και να σκεφτεί να σκοτώσει.
Ντάριλ Χάιν
Tableau Vivant (1968)
O Περσέας πάνω σε ένα διακοσμητικό άλογο μάχης,
Γερμανικό έργο, δεκάτου έκτου αιώνα,
υπερίπταται πάνω από την μισοκοιμώμενη Μέδουσα
Σαν μύγα που βουίζει ή κουνούπι
Με εξαντλημένα, χρυσά φτερά.
Το κεφάλι του αποστραμμένο
Από το αχάτινο βλέμμα της.
Στο δεξί του χέρι
Ένα σπαθί, στο αριστερό ένας καθρέφτης.
Φορώντας για κράνος τη νύχτα, ατημέλητος στο σκοτάδι.
Αναρωτιέται πού να χτυπήσει.
Φαίνεται να κοιμάται
Σα να ονειρεύεται πετρωμένα δάση,
Μνημειώδεις δρυάδες, πέτρινα φύλλα, πέτρινα κλαδιά,
Ή τον σύντροφο που δεν θα γνωρίσει ποτέ
Αυτόν που θα την κοιτάξει κατάματα και θα ζήσει.
Ναταλία Κατσού, «Ένα τελευταίο»
Όχι άλλο να γράφω στίχους για μιαν
άγρια άνοιξη
«κάθε άνοιξη πεθαίνω»
και κουράστηκα
όμως σ’ αυτήν εδώ
ν’ ανοίξουν τα πατώματα
πετάγονται τα σάβανα
και σκόνη να γίνονται
ανθίζοντας ήλιους κατάμεσα στα μάτια
κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα
εγώ έτσι τ’ αποφάσισα
όχι άλλα χώματα όλο φτυσιές και κόκαλα
καμένων πεταλούδων
μόνο τη φτέρνα μου γνωρίζω
από την κόψη του καιρού
(ως την άκρη της γλώσσας φοβερή)
αγαπημένοι μου
κι ας μην χανόμαστε
(Δημοσιευμένο στο vakxikon.gr, τεύχος 18, σε μια επιλογή υπό τον τίτλο «ετοιμόρροπα συνθήματα», Απρίλιος 2012).
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/poems-spring/ ]
διπλό φεγγάρι ο αύγουστος
δυο πρόσωπα δίδυμα
των σφαλμάτων αγάλματα
σύρε το πέλμα σου στον αύγουστο
και μάθε μου το βήμα απ’την αρχή
ανοίγει τα σαγόνια το τέρας χωρίς γλώσσα
κι εισέρχεσαι
χωρίς γλώσσα πεθαίνεις
(η θυσία συμβαίνει στην είσοδο
μόλις κόψεις εισιτήριο
για κάπως να λέγεσαι)
να υποφέρεις χωρίς κραυγή να κρώζεις το αδιέξοδο
στον ίδιο ποταμό πνιγόμαστε δυο φορές
(ίδιο το νήμα που μας καταπίνει
αρχινημένο άλλοτε κι ακόμη ξεφυτρώνει
μια συνέχεια από ρωγμές παύσεις και ρήγματα)
…………………………………………………………………….
τον αύγουστο εκείνον
πού διέφερες από τον επόμενο
και πώς τον εξευτέλισες
να γίνει χρόνος προσπελάσιμος
ένα τεμαχισμένο μέρος
αντί του τίποτα
…………………………………………………………………………………………….
μεταβλητή ο αύγουστος
αλάνθαστο άλλοθι
όπως ανταλλαγή όστρακων με κοράλια
ύλη εκ προοιμίου δοσμένη
στις προθήκες του εφιάλτη
φόρεσε τα γυαλιά μου
να κλείσω εγώ τα μάτια σου
στο μαρτύριο του ήλιου
να προχωράς σηκώνοντας χώμα
με την σκιά σου σαρκωμένη
από τα πλαγιασμένα πεύκα
προς την πληγωμένη θάλασσα
ιεροτελεστία της συμφοράς
-σαν ομοιοκαταληξία
οξειδώνεται ο λόγος μέσα στο στομάχι
μεγαλώνω μαζί με την δίψα μου
ξεσηκωμένοι ίσκιοι του μυαλού
συσσωματώνονται στα βράχια
-παραδίπλα οι λουόμενοι –
αχνίζουν τα φύλλα
κι όπου χωνεύεται φως το ελάχιστο
στο μεταξύ να βρίσκομαι
…………………………………………………………………………………………………..
ξεκουνιούνται τα ναυάγια
τριμμένη άμμος και χαλάσματα
τρίζουν στο δέρμα και κολλάνε
κι από βαθιά του το αρμυρίζουν
-μια γαλάζια πλημμυρίδα σπαραγμών
-η απειλή του άστρου
στο χείλος του
διαστήματος
θα πέσω και θα σε τσακίσω
με την απώλεια
-γιατί τον αύγουστο
ανατινάζονται τα κύματα
τα ψέμματα τα χείλη
των ουρανίων
ανα-μαινόμενα
οι ήλιοι κοκκινίζουν
κομματιάζονται
του αχινού τα κελύφη
κι όσα δεν πρόλαβαν
επαναλαμβάνονται
ποιήματα-βότσαλα ζωγραφισμένα
………………………………………………………………………………………………….
σε ένα γραμματοκιβώτιο παραβιασμένο
αψάρευτο
κοχύλι αλατισμένο μυρίζει ακόμη βυθούς
πάνω στο στήθος σου
αυτό που γνώριζα για φόβο
και ξεμάκρεμα
το φρύδι που στρέφει στο μέσα του
ένα ερωτηματικό αγκιστρωμένο στην ησυχία
μονοπάτι που μου ράγισε τα πέλματα
καμπυλωμένο από το χιόνι ως την άμμο
βάρυνε κι ο ορίζοντας
καψαλίζεται το βάθος σε μια δύση απροσδιόριστη
μήπως γέρνει η βελόνα της φυλαγμένης θλίψης
για τ’ αργότερα
μετά το αργά μόνο πιο αργά γίνονται όλα
αστιγματισμός του υποβρύχιου απομεσήμερου
ποιος διάολος να κρέμασε
αυτόν τον κυριολεκτικό καθρέφτη
μεταξύ άγρυπνου και ξύπνιου
με όλο το σχεδίασμα του επέκεινα σε μια
θαλασσινή ρυτίδα
κατάματα
Nota bio-bibliográfica
Es una pena que no pueda presentar aquí traducido en su totalidad el libro Κοχλίας, Caracol, de Natalía Katsú (traducción que espero poder llevar a cabo un día), porque parece un único poema, una colección de fragmentos escritos en griego moderno, con citas procedentes del latín y del griego antiguo, cuya presencia dentro del poema parece rendir homenaje a la tradición poética modernista estadounidense de la cita como parte de la obra propia de un poeta. Pienso en T.S. Eliot, Ezra Pound, William Carlos Williams, Marianne Moore y en un libro de Elizabeth Gregory, Quotation and Modern American Poetry: Imaginary Gardens with Real Toads [1], cuyo título proviene de un poema de Moore, «Poetry» y que analiza la forma que estos y otros poetas (como el galés David Jones, que también utilizo este método de escritura en sus libros In Parenthesis y TheAnathémata) idearon para incorporar sus propias influencias a su obra.
Los títulos de las diferentes partes del libro, que enhebran sus contenidos temáticos en secuencias paralelas, son esenciales para comprender su estructura: «fragmentum», «momentum», «fragmentia», «laconicum», «εφιάλτης» («pesadilla»), «λάμψη» («resplandor»), «η βασίλισσα» («la reina»), «μαρτυρία» («testimonio»), «φραγμέντιυμ» (transcripción griega de la palabra «fragmentum»), «λήμμα λαβύρινθος = κοχλιοειδής τόπος» («lema del laberinto = lugar en forma de caracol»). Katsú también utiliza la tipografía para diferenciar secuencias de poemas.
σου είπαν γκρεμίστηκε το σπίτι
κι εσύ γέλασες
κι ας μην το βρήκες καθόλου αστείο
κι έτρεξες έξω
στο διάδρομο με τις χίλιες πόρτες
τις άνοιξες όλες να σιγουρευτείς
πως γκρεμίστηκε κι αυτό
κι ο κήπος κι ο δρόμος μπροστά
κι η μεγάλη καγκελόπορτα
που έβγαζε στο πίσω του ουρανού
και μόλις μπήκε ο θείος Διοπομπαίος
ακόμη έτσι είσαι γούρλωσε τα μάτια
για αστείο και σε πήρε από το χέρι
ξεκάλτσωτη κι αρχίσατε να τρέχετε
έξω στους δρόμους με τους χίλιους ανθρώπους
και κάθε λίγο φούσκωνες από τον καπνό
και τη μαυρίλα στα ρουθούνια
και στο φανάρι του γλίστρησες
στάσου μια στιγμή θείε κρυώνω
κι εκείνος σε τράβηξε
μέχρι το βράχο
εκεί που παλιά ήταν θάλασσα
κοχύλια πέτρες κι αγάλματα
και σε κράτησε πάνω από το κενό
σαν τσόφλι από φιστίκι για αστείο
κι όταν βελόνιασαν τα μάτια
από λευκό κι από έλλειψη
σ’ άφησε κάτω πιο κάτω
και πιο κάτω σε ένα τίποτα
που δεν είχες προβλέψει
γεμάτο φωνές
πού ήσουν άργησες πού ήσουν άργησες γιατί
να έχεις μεγαλώσει σαν σκαθάρι
και μάλιστα τόσο μακρυά
γιατί
εμείς να σερνόμαστε πιο αργά
πάρε μας μαζί σου
χιλιάδες τραυματίες πριν από πόλεμο
να πιάνονται από τα μαλλιά και τα μάτια σου
τσιμπώντας βλαστημώντας δαγκώνοντας
το μήλο που σου χάρισαν στην κούνια
τότε που δεν πνίγηκες
που κράτησες τη φλούδα ξεραμένη
φυλαχτό ανάμεσα στο λαιμό και τον αέρα
να θυμάσαι να μην πνίγεσαι
και να λες ευχαριστώ
ξέρω ότι η Χιονάτη πέθανε
ευχαριστώ πυροβολήστε με
κι ύστερα να γυρνάς την πλάτη
χωρίς να τρέχεις
όπως τρέχοντας γύρισες σήμερα
μόλις οι φήμες βρώμισαν
από το ποτάμι στ’ αφτιά σου
τα καινούρια ξενόγλυπτα αφτιά
πως τα σύννεφα φούντωσαν
η γη ξεκοιλιάστηκε
και το σπίτι γκρεμίστηκεευτυχώς όλοι οι ένοικοι
παραθέριζαν στην εξοχική τους κατοικία
στο νησί
εκτός κινδύνου
και το ζευγάρι του τρίτου
είχε πεθάνει την προηγούμενη φορά
όλα τα πράγματα αρχινημένα τα βρίσκουμε
τα αρπάζουμε από μια τριχιά της κουκούλας τους
τα φέρνουμε μια βόλτα ξεσκέπαστα
κλωτσηδόν τα εγκαταλείπουμε στις σχάρες των υπονόμων
ξεριζώνοντας μαζί με το όνομά τους και το δικό μας
και τότε δίχως ανάσα τρέχουμε στα επόμενα
-σ’ εκείνο το φράγμα της στροφής
κάποιοι κοκαλώνουν και το αφορίζουν
τέλος εποχής
-αγαπητοί απατεώνες ας είμαστε αεί θρασείς
τέλος δεν έχει
γωνίες γκρεμούς και βάραθρα μόνο
μάλιστα αυτά είναι που εξασφαλίζουν
μια κάποια ακεραιότητα
στην επιχείρηση
-διαψεύστε με
ετοιμόρροπα συνθήματα
συνάντησα και τον καθηγητή ένα μεσημέρι, επιθετικός, έξαλλος, με τα πολιτικά, με τις κομμένες συντάξεις, τις συμβάσεις του ιδιωτικού. το ίδιο βράδυ τον είδα αγκαζέ και χαμογελαστό στο μπράτσο μιας νέας γλυκυτάτης στο φουαγέ εναλλακτικού μπουλβάρ.
χαοτική Αθήνα, χάνω τί είναι μύθος αστικός και τί αλήθεια. ο κόσμος έξω, καθημερινές, όπως πάντα. παραγγέλνει καπουτσίνο και το βράδυ τζιν τόνικ. η γκρίνια γκρίνια. καινούριες αφίξεις, άστεγοι, ζητιάνοι, στα σκαλιά της Βιβλιοθήκης, μια όπερα πραγματικής πεντάρας, μια κακογουστιά κι ένα επίτηδες μιζέριας που σε τραβάει από το μαλλί να αηδιάσεις σαν από γάλα βρασμένο που κρύωσε.
κι εσύ πού στέκεσαι
γυρνάει η ερώτηση χαστούκι στη στροφή για Εξάρχεια
δεν έχω χέρια να κρατήσω ούτε τον κουβά ούτε τον αερογράφο. μπορώ όμως να ακροβατώ
στην πάνω άκρη εκεί που τα παιδιά κολλάνε τσίχλες στο διάλειμμα
σ’ αυτό το γκράφιτι με το ασημί και το πορτοκαλί στον τοίχο του σχολείου ετοιμόρροπα συνθήματα
πάνω από τα κεφάλια των περαστικών
Ένα τελευταίο
Όχι άλλο να γράφω στίχους για μιαν
άγρια άνοιξη
«κάθε άνοιξη πεθαίνω»
και κουράστηκα
όμως σ’ αυτήν εδώ
ν’ ανοίξουν τα πατώματα
πετάγονται τα σάβανα
και σκόνη να γίνονται
ανθίζοντας ήλιους κατάμεσα στα μάτια
κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα
εγώ έτσι τ’ αποφάσισα
όχι άλλα χώματα όλο φτυσιές και κόκαλα
καμένων πεταλούδων
μόνο τη φτέρνα μου γνωρίζω
από την κόψη του καιρού
(ως την άκρη της γλώσσας φοβερή)
αγαπημένοι μου
κι ας μην χανόμαστε
c’est une raison de me réveiller
ce rituel
de l’eau
et une lame
tout pendant douze minutes
paraît probable, c’est comme un début
soleil de savon,
eau chaude, sans douleur
et les mains accomplissent
(de la tempe aux lèvres,
détour sous le nez,
large mouvement sous le menton, un, deux
sans alternative)
sous cette peau
il y a moi
quelle membrane me relie aux choses ?
d’une main
je touche à tâtons mon corps
l’autre enroule autour de moi le serpent de métal
il crache l’eau sur mon ventre
(la spirale rouille
une fois le cordon tranché)
je traverse le mur, cherche l’eau
un fleuve, un fleuve pour de vrai
cinq minutes sont passées ?
j’ai peur
quand je sècherai
je serai le même.
j’avais dit,
ce soir, fini
je deviendrai moi
nul n’imagine
pourquoi d’ailleurs ?
*
je descends des marches
et des marches
je sens mon talon
au bord du marbre
ma main se fraie un chemin dans les ombres
derrière les portes
des regards
l’eau à la bouche
des velours verts
et des pièces de tissu brillant
me caressent
je sens mes jambes portant mon corps
je sens ma bouche rouge
je me sens belle
les regards flairent,
moi, nectarine et vin
ils tirent la langue, attendent
moi, l’enchanteur homme-femme, j’avance
je m’enfonce
dans mon heure cachée
qui viendra faire
de moi une victime
débaucher ma timidité
(quand on me rabaisse
je trouve des forces)
*
sentir son corps
le peut-on ?
pas moyen
de l’eau, partout
gouttes
pointes
j’écoute, des nuages broyés
grondent
et transpercent
miroir
sans image
je n’ai ni corps
ni ombre
(ne suis ni homme,
ni femme)
je le sens seulement étranger
lacets bleus pleins de sang
bleu
oui, la peau se défait
rien ne rappelle rien
— ces épines sur le menton
peut-être ont un sens —
rien que l’eau
tout au fond de moi
les pensées sont trempées
Comment puis-je trouver étranger
un corps que je ne sens pas ?
(fissure)
le temps tout entier glisse
sur la ligne
de la coupure, ici, près des lèvres
jusqu’à la lame
(une goutte de sang éclatée
par terre
se prolonge)
j’ai eu mal
j’ai mal
ce qui présuppose un corps
et
je ne trouve pas de moi à mes mesures
(Enchanteur)
accouplement
cette nuit-là il n’y avait rien la nuit tout le temps
d’un bout du ciel à l’autre le chemin s’arrête
pas une marque en moi bat des ailes
le chemin s’est arrêté soudain
l’angoisse son odeur
pose son airain dans mes narines
elle m’a traîné
dans la colline en fourrure
de l’endormi jusqu’à lui
agenouillée à quatre pattes
je me suis traînée je me blottis
entre ses bras sur cette noirceur d’ours
(il devait venir
d’un nord plus lointain)
mon dos s’est collé
à sa poitrine
mes talons sur ses vieux doigts
je ne sens que l’air entre nous et je m’endors
j’ai respiré avant l’aube je cherche
je tremble à l’idée de voir son visage — la glace
de ses yeux vitreux
reflétant un instant
des points d’interrogation
pourquoi croyais-je qu’il m’entend ?
où s’est promenée sa voix ?
je ne sais qui c’était avant il était depuis longtemps parti
il m’a sauvé de la folie j’ai dû tarder
tout un printemps à m’en apercevoir
mon besoin se déchaîne
je l’appelle tantôt amant tantôt père la peau chaude et sa fourrure
tels des mensonges m’enveloppe comme un talisman
je jouais cela me ressemble
dans les bras de la mort je le baptise Regain
pour un soir encore et encore un
jusqu’à m’accoutumer
aux cris des chauves-souris
l’angoisse de ce qui vient
me paralyse
dans les bras sans âme
mieux vaut ici
que démembrée
nulle part
(Ursus maritimus)
[…] la chose la plus vivantel’argent s’efface les écailles s’éparpillent sur les planches
leurs yeux roulent sur la passerelle phosphorescents peu avant
que les piétinent des rires barbares
appât de choix leur chair honneurs des mouettes
je vois tout cela dans l’obscurité
quand se taisent l’odeur de poisson et les coupeurs de temps
palpite encore mise à nu
l’épine dorsale
blanchie par la nuit
un à un les piquants se tendent comme des doigts
comme des sanglots
sciant notre peplos profond
(trouvaille n°1 : scie)
*
[…] elle m’a envoyé enveloppée dans un linge une grappe de raisinlinge imprégné d’huiles et d’effleurements
que me désaltère l’or du raisin
je n’ose pas encore errer dans la lumière
la nuit seulement à quatre pattes
je parcours les couloirs et les chambres
j’embrasse les marbres
matière dure et noble
fraîcheur cachant l’éternité
contenant des humains que je dois extraire
d’un livre de marbre
ce lieu a des couleurs et des vents
les statues ici sont inutiles
je dois même si elles marchent
préparer quelque chose de plus divin
*
des milliers de doigts impriment les spasmes tandis
que le monstre de bois se brise comme une coquille
engendrant la beauté
son épiderme rayonne sur la verdure
des étoiles de sa chevelure s’égouttent
son front marqué par le désir
les yeux éteints elle m’accueille
luxure, la grenade juteuse dans sa bouche ? soit
elle me mord et se mord la race implore par ses dents
et toute la lumière tout ce temps sans lumière se déverse en moi
chaque fibre du corps se tend je sens que je vais me rompre
mon moi plane à un bout du monde
je me dissous dans une blancheur inconnue
cet instant fut une explosion
sans union
*
[…] ce corps est un rienseule incomplète éternellement
hurle la brèche en moi
cherchant la répétition
d’un vague achèvement
de qui cette parole en moi ?
suis-je devenue sage ou folle ?
j’ai honte d’être incapable
de croire
déesse malédiction comme j’étais différente jadis
quelque chose de neuf et terrible
remue en moi
mi-bête mi-démon
par son art il fit
que Pasiphaé s’unissant
au taureau enfanta
le célèbre Minotaure
[Diodore, IV, 77, 3]
*
témoignage IX
esclave de tout j’avance
de couloir en couloir
perdu dans les passages
je ne retiens pas les parcours
mais je reviens
je suis le seul dont j’aie entendu
la voix
charbon broyé dans ses propres
cendres
un souffle et il brille et aussitôt se perd
dans les calculs
j’ai appris à suivre le temps
le fils du taureau ne fait rien qu’être immobile
ce qu’il sent : une droite entre œsophage et estomac
je me suis trouvé être la main de son père
qui trace d’autres droites pour l’encercler
l’histoire s’enroule autour de lui tel un serpent
et lui est sans vision — veau sacré
captif de l’éternité
*
témoignage XII
négligeant les instructions de son père
enthousiaste il montait sans cesse plus haut
le dos brisé
les ailes en morceaux
je contemple le royaume perdu
sur la pointe d’un rocher
ce n’était pas le vent
la voix du sage artisan
tourbillonne pour me sauver
je ne savais pas qu’il se souciait des mortels
(qu’est-ce que cette chose noire qui vient
nul ne le dit
tout ce que j’ai traversé se voit à peine
avant l’effacement final)
plus lointain que jamais le soleil
m’a déchiré en deux parties d’une pierre
je suis gisant sur le rivage
je ne regrette pas
de brûler
(Dédale)
certaines saisons ne ressuscitent guère
elles bêlent ensanglantées sur les pierres
fixant leur œil unique
sur la veine gonflée du cou
le pouls siffle
pour attacher serré les morceaux brisés
dans une minute invariable
j’appelle une imagechienne
qui lèche tout le troupeau
au lieu de le déchirer
j’appelle une chienne bête sacrée
et qui m’entend tandis que j’aboie
dans la rupture des chants
*
et tu as dit l’heure de la moisson est venue
je pourrai peut-être saisir
le réel par les cornes
et tu as dit la couleur progresse
elle est devenue boue
aux joues
et tu as dit bien des choses
et rien encore
et la voix s’est amaigrie
et la moisson est venue
trouver la chair ouverte
mouette vengée des poissons
et les mots ont volé
plumés
sans sépulture
et tu as dit je dormirai sans peur
jusqu’à être las des rêves
et tu n’as plus parlé
(Phémonoé)
*
Natalie Katsou, née en 1982, a étudié le droit et le théâtre avant de s’installer à Londres où elle travaille comme metteur en scène. Elle a déjà écrit plusieurs pièces de théâtre et publié deux recueils de poésie : Acteur homme-femme (2008) et Dédale (2012), ce dernier traduit en anglais.
Son premier recueil, à partir d’une scène quotidienne banale : un homme qui se rase, explore en profondeur, à travers le thème obsessionnel de la métamorphose, la relation de l’être humain avec son corps et son identité. Le titre original : Magodos, désigne un type d’acteur du théâtre byzantin, homme travesti en femme ou inversement.
Titre du second recueil : Kochlìas, c’est-à-dire en même temps escargot, spirale et oreille interne. Le titre français, tout en saluant l’un des personnages centraux du livre, évoque son image centrale : le labyrinthe. Dédale est une savante et subtile construction, entrecroisant de multiples thèmes, qui manifeste une maturité étonnante. L’horizon s’élargit : le présent dialogue avec la mythologie antique, le moi se confronte à l’autre, cependant les thèmes antérieurs sont repris et approfondis. La poésie apparaît ici comme une mise au monde de soi-même. «Quelque chose de neuf et terrible remue en moi», écrit la jeune poétesse. À qui, à quoi va-t-elle donner naissance ?
http://www.volkovitch.com/2012_poete_02.htm