Searing synth from Laura Brannigan’s 80s hit ‘Gloria’ blasted around the studio to open It All Comes Back. The music introduced the play by the Arcola Women’s Company’s well, surrounding the audience with hazy, nostalgic tones as the lyric “you really don’t remember?” is repeated.
As part of the Creative Disruption Festival 2020, the play explores memory loss and the sensation of losing pieces of oneself. The festival, running until 15 March, showcases Arcola’s community companies through a variety of new and classic theatre.
A diverse cast of women thread together collections of experiences in this powerful exploration of the female mind. The intimate studio setting effectively draws the audience into the piece, making you feel like part of the narrative. Set and props are minimal, but deployed effectively to show a change of place or person. The projections used as a backdrop were slightly sporadic and unclear on one half of the brick wall, something which distracted from the action a few times and made it difficult to work out exactly what was being displayed.
Multiple actresses take on the mantle of Her, an every-woman character who appears in a red coat and with a red bag, disoriented and unable to figure out where she is. She travels through her memories, visibly uncomfortable with how little she can piece together about certain moments in her life. At times, the anguish of the woman in the red coat was palpable.
In a particularly vivid scene, an acoustic recording of Amy Winehouse’s ‘Valerie’ plays as the ensemble dances. As Her tries to navigate the writhing bodies, presumably at a club or party, arms block her path with an increasing frequency. Her frustration and anxiety are clear to see as she shuts her eyes tightly and attempts to make herself smaller. So many women have felt the same mental block when trying to navigate an unfamiliar situation – that no matter which way you turn, there will be an obstacle.
The story offers some relatable sketches, derived from the experiences of the company, which get healthy laughs from the audience. The job interviews segment mirrors the experiences so many people have: flailing to find that third flaw or having to describe the small-but-extremely-promising company you worked for or being told the pay is far below your worth. By interweaving lightness with seriousness, the play reminds its audience that memories are fleeting, and that our minds could turn on us at any minute.
Performances by Teresa Reyes and Maria Goncalves during a scene set in a gallery were particularly powerful explorations of the binds on women. Frames held by the actresses mean you view the profile they want displayed, but this was effectively disturbed as they weave themselves in and out of them. Reyes’ monologue as one of Tamara de Lempicka’s paintings demonstrates the capacity for female creatives to turn the male gaze on its head. Her powerful delivery capturs the sense of ownership Lempicka gave her subjects and explored in her personal life as a bisexual woman.
Goncalves ends the gallery scene with a thought-provoking monologue from the words of author Doris Lessing. The discussion of the power we allow others to have over us through self-hatred feels incredibly relevant in an era where criticism floods the brains of women of all ages.
What works so well about this piece wis the pairing of ordinary experiences with the unimaginable pain of memory loss and confusion. The way Her seemed to be losing her mind as a landlord tries to pass off a single room as a double flowed neatly into the story of a young woman going on a bus in the wrong direction and losing something precious. No matter the age or race of the woman speaking to the audience, the struggle they face feels as though it could happen to anybody at any moment. Shouts of “slut” are directed at a teenager, but there is no doubt that many of the older women in the audience had felt that same sting of judgement.
The piece was well-crafted if unpolished, but the rough edges of some sections should not put you off. In just an hour, the ensemble creates a strong emotional connection that leaves you pacing over your most treasured memories in the hope that it will stop you from forgetting.
Κοιτάζω την ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού Ειδωλολάτρες (κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική και συνοδεύεται από μιαν ιδιαιτέρως ταιριαστή εικονογράφηση της εικαστικού Βίβιαν Χαλκίδη), και διαισθάνομαι πως αποτελεί το ωριμότερο δείγμα από τις τέσσερις εν συνόλω ποιητικές συλλογές της. Ό, τι στα προηγούμενα βιβλία της (τα κοίταξα με αφορμή τους Ειδωλολάτρες) εμφανίζεται ως ίχνος ή λειτουργεί διστακτικά ακόμη, αποκτά εν προκειμένω σώμα και συστηματική οργάνωση, διεκδικώντας το έπαθλο μιας ολοκληρωμένης προσπάθειας. Ο εξωτερικός κόσμος και οι εσωτερικές προβολές του (το εγώ, ο καθρέφτης του εαυτού και ο ύπνος ή το όνειρο) από τη μια πλευρά και ο ανώνυμος αστικός περίγυρος από την άλλη είναι οι θεματικοί τόποι στους οποίους κινείται η Κατσού. Αν θέλουμε να βρούμε και άλλα, πιο συγκεκριμένα θεματικά στοιχεία, εύκολα μπορούμε να τα εντοπίσουμε στην ανάδειξη της γεωγραφίας του σώματος και των αισθήσεων ή στην υπαινικτική, σχεδόν κρυπτική περιγραφή μιας κοινωνίας που χωλαίνει σε όλα τα επίπεδα, σαρώνοντας τόσο την ατομική μας υπόσταση όσο και τους θεσμούς εντός των οποίων κατοικούμε: από τη γλώσσα που μιλάμε και την τέχνη που διακονούμε μέχρι τις μοναχικές μητροπόλεις οι οποίες μας περιβάλλουν.
Η ποιήτρια δεν μιλάει για όλα αυτά από την αποστασιοποιημένη (και, κακά τα ψέματα, κάπως βολική) θέση ενός ποιητικού υποκειμένου που καταδικάζει ως αποσυνάγωγος θρηνωδός τον εκκενωμένο του περίγυρο, βάζοντας στον ίδιο λογαριασμό και τη δική του κακή τύχη: καταλαβαίνει, αντιθέτως, και επιτρέπει και σε μας να το καταλάβουμε από την πρώτη στιγμή, πως είναι απορριγμένη στην πραγματικότητα την οποία αναπαράγει το βιβλίο της με έναν λόγο δραματικής απάθειας.
Τι ακριβώς θα πει, όμως, δραματική απάθεια; Μα, περίπου όσα υπονόησα πρωτύτερα. Ο λόγος της Κατσού, καθώς ξετυλίγεται από στίχο σε στίχο και από ποίημα σε ποίημα, δεν είναι αφηρημένος και υπερβατικός, στέκοντας μακριά από τα πραγματικά δρώμενα, και η τέχνη της δεν συνιστά ένα καταφύγιο που θεραπεύει ή που υπόσχεται να θεραπεύσει την καθημερινή μοναξιά και απόγνωση δια του ποιητικού αναθέματος και του αισθηματολογικού εξορκισμού. Η ποίηση ταυτίζεται εδώ με το περιβάλλον το οποίο ανιχνεύει και το περιβάλλον γίνεται ένα με την ποίηση η οποία το διερευνά, σε μιαν αδιαίρετη ενότητα του συγκεκριμένου, που μοιάζει με αναπόφευκτο κακό. Ένα κακό, όμως, όχι δαιμονοποιημένο (γιατί η δαιμονοποίηση συνιστά ένα είδος αντεστραμμένης εξιδανίκευσης), αλλά χειροπιαστό, εγκόσμιο και ορατό δια γυμνού οφθαλμού – ένα ένσαρκο κενό για να το πω με έναν πολύ εύγλωττο στίχο της Κατσού.
Τα λεκτικά, τα οπτικά και τα εικονοποιητικά παιχνίδια, τα υπερρεαλιστικά ασύνδετα, οι νοηματικοί αιφνιδιασμοί, οι απροσδόκητες αναφορές, η ανατροπή των λογικών ακολουθιών, η συναρμογή των αντιθέτων και η συγκατοίκηση των πιο διαφορετικών εννοιών και αναφορών συγκροτούν στους Ειδωλολάτρες ένα ποιητικό ιδίωμα το οποίο υποστηρίζει σθεναρά το πνεύμα και τη στάση της Κατσού απέναντι τόσο στο υλικό της όσο και στον τρόπο της επεξεργασίας του. Και πίσω από ένα τέτοιο κλίμα, πίσω από την ατμόσφαιρα ουδετεροποίησης οποιουδήποτε συναισθηματικού τόνου και κάτω από τον λόγο της δραματικής απάθειας για τον οποίο έλεγα πρωτύτερα, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε και να συναισθανθούμε εκείνο που συνέχει την ποίηση από καταβολής κόσμου: την ικανότητά της να γεννά και να μεταδίδει συγκίνηση – μια συγκίνηση που ξέρει ακριβώς πώς να σταθμίσει το αίσθημα της εποχής μας.
Έχουμε και παλαιότερα επισημάνει μία επιλογή ποιητών και ποιητριών προς το υπερρεαλιστικό στοιχείο. Μολονότι δεν πρόκειται για κάποια αναβίωση, αξίζει να επισημανθεί η παρουσία του μέσα στον μεταμοντέρνο ποιητικό λόγο. Και δεν αναφερόμαστε σε μεταφορές υπερρεαλίζουσας καταγωγής, αλλά σε συνθέσεις και συλλογές όπου η συνειρμική κίνηση του στίχου φλερτάρει με το σουρεαλιστικό πρωτότυπο. Χαρακτηριστική ως προς αυτή την τάση είναι η τελευταία ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού, «ειδωλολάτρες» (κάπα εκδοτική, 2019).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο η ποίηση όσο και η αισθητική αποτελούν προϊόντα ιδεολογίας. Για τον Eagleton το Αισθητικό παρέχει μία «ασυνήθιστα ισχυρή πρόκληση και εναλλακτική λύση στα κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα». Συνδέεται με την ιεραρχική ιδεολογία διάκρισης των ανθρώπων, την αποξένωση και την εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ζωής. Και ως ιδεολογία το Αισθητικό δύναται να συμπλεύσει ή να συγκρουστεί υπόκωφα με την εξουσιαστική γλώσσα. Ο μεταμοντέρνος, λοιπόν, υπερρεαλισμός ως Αισθητικό μπορεί να υποσκάψει τον εργασιακό λόγο συμβάλλοντας στη χειραφέτηση της γλώσσας και των συναισθημάτων. Η γλώσσα είναι η συνείδηση του ανθρώπου∙ έξω από αυτήν δεν υπάρχει νόημα και σκέψη∙ είναι αυτή που ερμηνεύει τον χώρο γύρω μας και τοποθετεί το άτομο στο περιβάλλον ως οντότητα.
Η υπερρεαλίζουσα ποιητική γλώσσα της Κατσού, με τις συνειρμικές εικόνες και τα –ήπια– ακατάληπτα νοήματα, ως προϊόν επεξεργασίας, συγκρούονται με το μεταμοντέρνο εξουσιαστικό αφήγημα. Απέναντι στην άρνηση των μεγάλων αφηγήσεων, επαναφέρει –επικαιροποιημένο– το μοντερνιστικό πρόταγμα του υπερρεαλισμού∙ δίνει έμφαση στη συνείδηση, στο είναι του ανθρώπου. Έτσι, έρχεται σε αντίθεση με τον κυρίαρχο λόγο. Η υπερρεαλίζουσα γραφή της, μέσα από τον υποκειμενισμό της στην πρόσληψη, έχει τη δύναμη να χειραφετήσει τη συνείδηση από τον τυποποιημένο λόγο και τη συνθηματολογία του εμπορικού ή πολιτικού μάρκετινγκ. Το «αισθητικό και το πρακτικό αποσυνδέονται αμετάκλητα, διότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι ζήτημα πραγμάτωσης καλά των αισθήσεων και όχι απελευθέρωσης της από αυτές» (Eagleton). Αντίθετα, ο εξουσιαστικός λόγος προκρίνει την εργαλειακή χρήση της γλώσσας όπως στη δυστοπική της προβολή έθεσε ο Όργουελ.
Και στο έργο της Κατσού ο εξωτερικός κόσμος με το ανώνυμο περιβάλλον προβάλλεται στο εσωτερικό του ποιητικού υποκειμένου. Ο απρόσωπος χώρος γεμάτος κίνηση μοιάζει με μία βοή στην αυτοβιογραφία του μοναχικού αναγνώστη που αγγίζει τη συνείδηση του ποιητικού χαρακτήρα (εγώ, Αλβιών). Ο πολυπολιτισμικός κόσμος και η αδιαφορία συμπλέκονται (Αλβιών) με την απομόνωση και τη διάρρηξη των σχέσεων. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι προβληματικές μέσα στην αποξένωση της αστικής ζωής. Ο άνθρωπος κλειδώνεται στον καθρέφτη του εαυτού ακούγοντας τη δική του φωνή (ηχώ), αδυνατώντας να χειραφετηθεί από την εικόνα του (Νάρκισσος)∙ υποτάσσεται εκούσια στο είδωλο που κατασκεύασε, χωρίς να μπορεί να αντιτάξει μια άλλη γλώσσα, χωρίς να προβληματίζεται.
Η ποίησή της δεν αποτελεί μία μιμητική προσέγγιση του παρελθόντος, αλλά μία επαναδιαπραγμάτευση του παραλόγου στις συνθήκες του μεταμοντέρνου. Συγκρούεται με την λογοκρατία και την εργαλειοποίηση αφήνοντας μία αχλή αντιεξουσιαστικής εκφραστικής αναζήτησης. Επιδιώκοντας, βέβαια, αυτή τη γλωσσική απελευθέρωση η ποιήτρια έμπρακτα αρνείται την αστική αισθητική∙ αντιπροτείνει μία αντι-καλλιτεχνική αισθητική, μία αντι-τέχνη την οποία δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ο εξουσιαστικός λόγος. Έτσι, όμως, στρέφεται και ενάντια στον εαυτό της. Ως αντίφαση, ενισχύει το αφήγημα του μεταμοντέρνου περί μη διάκρισης της τέχνης σε υψηλή και μη και ταυτόχρονα γίνεται μέρος του φιλελεύθερου “χυλού”, όπου όλα χωράνε και ανακατεύονται χωρίς διάκριση. Για τον Foucault, άλλωστε, η μετανεωτερικότητα συνιστά ένα πλουραλιστικό φαινόμενο, που συνδέει τον κοινωνικό έλεγχο με τη γλώσσα, τη σεξουαλικότητα και την ηθική, καθώς κάθε σχέση δυνάμεων συνιστά σχέση εξουσίας. Βέβαια, το Αισθητικό είναι πάντα ένα αντιφατικό, αυτοτελές είδος έργου, το οποίο, προωθώντας τη θεωρητική αξία του αντικειμένου του, κινδυνεύει να το αδειάσει ακριβώς από εκείνη την ιδιαιτερότητα ή την αναποτελεσματικότητα που θεωρήθηκε ότι είναι μεταξύ των πλέον πολύτιμων χαρακτηριστικών (Eagleton).
Η ποίηση της Κατσού δεν δίνει απαντήσεις. Στόχος της μέσα από την ανάλυση των εικόνων και της αισθητικής είναι να προβληματίσει τον αναγνώστη, χωρίς εκείνη να στοχάζεται άμεσα. Ο δέκτης ανιχνεύει μόνος του –νοηματοδοτώντας το σύνολο της συλλογής– τις αγωνίες της ποιήτριας. Στο επίκεντρό της ο ναρκισσισμός της σύγχρονης κουλτούρας ως ιδεολογία. Το υπερρεαλιστικό της ιδίωμα στη συνείδηση του αναγνώστη συνιστά “καλλιτεχνικό γεγονός”, φέρνοντας ρωγμές στις εξουσιαστικές σχέσεις (αισθητική, ορθολογισμός). Η τέχνη, εξάλλου, δεν στέκεται αυτόνομη απέναντι στις εξουσιαστικές δομές.
Για τον Kant, η αισθητική δίνει μια υπόσχεση συμφιλίωσης μεταξύ της φύσης και της ανθρωπότητας. Ο Χέγκελ δίνει στην τέχνη μια χαμηλή θέση στο θεωρητικό του σύστημα, αλλά παρ’ όλα αυτά παράγει μια ελέφαντα πραγματεία πάνω του. Η αισθητική για τον Kierkegaard πρέπει να δώσει έδαφος στις υψηλότερες αλήθειες της ηθικής και της θρησκευτικής πίστης, αλλά παραμένει μια επαναλαμβανόμενη ανησυχία της σκέψης του. Για τους Schopenhauer και Nietzsche, με αισθητή αντίθεση, η αισθητική εμπειρία αντιπροσωπεύει μια ανώτερη μορφή αξίας.