ο πιο γρήγορος τρόπος να μαραθεί ένα πλάσμα
είναι η αναμονή
Ψάχνω/ ψάχνεις/ ψάχνει/ θα ψάξετε πολύ/ σε αυτή την πολυδιάστατη χρονική ποιητική σύνθεση της Ναταλίας Κατσού/ εκδόσεις Κέδρος 2015/ για τούτο και σκέφτηκα να σας διευκολύνω με τη δική μου ανάγνωση. Εξαρχής διευκρινίζω πως δεν είμαι κριτικός, απλά ορισμένες φορές ίσως προβαίνω σε κάποιες αποσαφηνίσεις, που συντελούν στο να διακρίνω λόγω της ποιητικής μου ενασχόλησης, κρυμμένα κλειδιά στο υπόδερμα των ποιημάτων. Η Κατσού επέλεξε μια λογοτεχνική ιστορία, αυτή του βιβλίου Madame Chrysanthème του Pierre Loti για να κτίσει ή να βασίσει την προικονομία της ποιητικής σύνθεσής της, Νυμφαλίδες. Στο βιβλίο του Loti παρουσιάζονται τα αυτοβιογραφικά σχόλια ενός αξιωματικού του ναυτικού, ο οποίος και παντρεύτηκε μία γκέισα, όταν έδεσε το πλοίο του στο Ναγκασάκι. Το μυθιστόρημα γράφτηκε στα γαλλικά το 1887 και μέσα στα πέντε πρώτα έτη της κυκλοφορίας του γνώρισε 25 εκδόσεις και μεταφράσεις. Θεωρήθηκε ως κείμενο ενδελεχούς κατανόησης της ιαπωνικής κουλτούρας στην ανατολή του 20ου αιώνα. Το 1893 έγινε όπερα από τον André Messager’s. Το βιβλίο Νυμφαλίδες ξεκινά λοιπόν με την ενότητα Χρυσάνθεμο-Cartes postales και 13 ποιήματα, που έχουν σαν αποκλειστικό σκοπό, την ακύρωση της σκέψης του αναγνώστη, την ακύρωση της πραγματικότητας, είτε μέσα από εικόνες της υπερπραγματικότητας, είτε μέσα από την άρτια παρουσίαση του κανόνα των αντιθέτων βασίζοντας όμως τη δομή του ποιητικού λόγου στον δυτικό κανόνα. Εγώ συνεχίζω να αντιλαμβάνομαι Κοάν και χάικου, ακόμα και σε ποιήματα που δεν είναι οι αυστηροί τρεις στίχοι.
Τους μοναχούς κατασπαράζει θλίψη
οι σκέψεις στην ερημιά οξειδώνονται κι οσμίζονται
ένα κλουβί να τις φυλάξει
Ευμενίδες των ανέμων σκουλήκια στις αμμοθύελλες
ή σε επόμενο ποίημα:
Ριγμένη στο χορτάρι μπρούμυτα με τα μαλλιά κίτρινα
κουβαλώντας μια φαρέτρα με ένα ρόδι στην τσέπη
ξυπόλητη κι ένα σχίσιμο βαθύ όλο ξεραμένο αίμα
κρύβοντας λεπίδες και μυστικά κάτω από το στήθος.
Είχε την όψη νεκρής νεράιδας.
Ή μιας μπλε λιβελούλας παγιδευμένης.
Ειδικά σε αυτό το ποίημα βιώνω την έκπληξη μια ολοκάθαρης ανατολής, βλέπω μπροστά μου τις λέξεις που ντύνουν την γκέισα, που είναι και ο υπέρτιτλος της ενότητας που ακολουθεί, έτσι ώστε να εγκαθιδρυθεί η ισχυρή ποιητική αφήγηση. Κάθε ενότητα έχει και ένα υπέροχο πεντάγραμμο από την Μαντάμ Μπατερφλάι, του Πουτσίνι, την όπερα σε τρεις πράξεις που ο συνθέτης πρωτοπαρουσίασε το 1904 και την ολοκλήρωσε το 1906, έτσι όπως εμείς σήμερα την γνωρίζουμε. Συγκεκριμένα η ενότητα Γκέισα ξεκινά με motto την άρια Un bel dì, vedremo αφού εικάζω η ποιήτρια όπως και η Γκέισα προσμένει τον γυρισμό, προσμένει να δει τον καπνό του πλοίου στο λιμάνι και κτίζει έτσι ένα αφηρημένο ποιητικό αφήγημα, που με κάνει να κατανοώ πως οι γυναίκες περιμένουν με έναν άλλο τρόπο, έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, από αυτόν που περιμένουν οι άνδρες… και αν αυτή η γυναικεία αναμονή είναι τόσο δραματική, ίσως και να νιώθω βαθιά μέσα στην ενδοχώρα μου, γιατί εκεί που έμεινε η αθωότητα πια, πως τέτοια αναμονή δεν, δεν την αντέχει κανείς. Ίσως και για αυτό το λόγο, η ποιήτρια γράφει:
ο πιο γρήγορος τρόπος να μαραθεί ένα πλάσμα
είναι η αναμονή
απαρίθμηση προσδοκιών σε ένα δωμάτιο
με μια σκιά που παραμορφώνει τα όνειρα
εκείνη δεν είχε ανθρώπινη μοίρα
πριν τον συναντήσει
ένιωθε πλήρης στη σιωπή
θαύμαζε τους κύκνους που
γλιστρώντας με αξιοπρέπεια
τραγουδάνε παθιασμένα κι ανυπόφορα
έστω και την τελευταία στιγμή
τη μέρα που θα τραγουδήσει εκείνη
κανένας από τους δυο τους δεν θα υπάρχει πια
και ακριβώς πριν καταλήξει, αυξάνει τη δραματουργία του ποιήματός της με στίχους που πρόκειται να διαβάσω ξανά και ξανά, γιατί η ποιήτρια με διδάσκει με ευγένεια για την κατάφαση, αυτή την περιπλάνηση στο μοιραίο, με διδάσκει λέω, γιατί εγώ πολεμώ το μοιραίο, αλλά προς τι όλη αυτή η κενή φλυαρία μου, τώρα μόνο αυτό:
κλείνει τα μάτια λίγο πριν εκπνεύσει
και βλέπει τον εαυτό της να ονειρεύεται
τα δάχτυλά του διασχίζουν τα μαλλιά της
βάφοντας τους κροτάφους
και κόκκινες τις ρίζες της σαν γη
κλωστές τραβιούνται από τις τσέπες
τους δένουν σε δυο σιδερένιους στύλους
κι ένα κάθισμα από μάρμαρο
μια μουσική βρέχει τη γλώσσα της
έχει πάντα γεύση λεμόνι με αγριόχορτο
και τη δική του στα δόντια ανάμεσα
Και φθάνοντας στο τρίτο μέρος με υπέρτιτλο Νυμφαλίς, αρχίζει το libretto των Luigi Illica και Giacomo Giacosa, να γίνεται ένα σπαρακτικό motto σε καθένα από τα ποιήματα της ενότητας.
Η Νυμφαλίς δεν είναι μια απλή πεταλούδα, όπως ίσως πολλοί πιστεύετε, είναι μια οικογένεια των λεπιδοπτέρων αυτών, η πολυπληθέστερη οικογένεια, που όμως χρησιμοποιούν τα τέσσερα πόδια τους και τα άλλα δύο στέκουν αναδιπλωμένα, για αυτό και λέγονται τετράποδες, τα φτερά τους, α τα φτερά τους είναι πλουμιστά, χρωματιστά, με κηλίδες, με ζώνες, με χιτώνες, αλλά το κάτω μέρος των φτερών τους, είναι συνήθως άχρωμο, παρομοιάζονται από τους βιολόγους με νεκρά φύλλα, έτσι και η Νυμφαλίς της Κατσού, την ώρα που θα απεκδυθεί το λεπιδόπτερο και θα σταθεί ως ερωμένη, γυναίκα και αγαπημένη.
Η Νυμφαλίς της καίγεται, περιδιαβαίνει την εξοχή, είναι πεταλούδα ή είναι μια γυναίκα, δε με νοιάζει και πολύ, δεν έψαξα να ανακαλύψω μια τέτοια ερμηνεία, με ενδιαφέρει όμως πολύ αυτό που λέει η ποιήτρια:
Κάτω από τους επιδέσμους κρύβω τον σφυγμό μου από
προηγούμενες εποχές.
Κάποτε ήμουν ζωντανή. Πολλές φορές.
Ήμουν φλόγα που δαμάζει τον άνεμο. Έπινα τον άνεμο.
Μέχρι που έφτασαν οι άνθρωποι. Έγινα σκιά.
Tώρα περιφέρω τις φλέβες μου ανοιγμένες στη γη
μεταξωτές κλωστές να δένω τις ψυχές
και να τις στερεώνω στα σύννεφα.
Τα απομεινάρια μου.
Η Νυμφαλίς της, η Μπατερφλάι, η Γκέισα, η Γυναίκα, η Ποιήτρια, ετοιμάζεται, ετοιμάζεται να κάνει χαρακίρι, αλλά πριν τιμωρεί με αυτό το ποίημα τους άνδρες όλου του κόσμου, γιατί αρχίζει να τους εγκατοικεί με την κατάρα μια ασυνείδητης μνήμης, αυτή του συλλογικού ασυνείδητου που μας κάνει όλους να εμβαπτιζόμαστε στο πάθος:
τινάζει τα φαρδιά μανίκια
λωρίδες ύφασμα γυαλίζοντας κόντρα στον ήλιο να
καίγονται τα αποτυπώματα μεταξωτά
φυσάει
φτερουγίζουν από μέσα φωτογραφίες πεθαμένων
ένα φίδι ασπρόμαυρο στροβιλίζεται στη βροχή
πέφτει βαρύ στο κενό της μνήμης
πρώτα υπήρχαν τα χέρια
αργότερα η ανάγκη
χορεύοντας όπως οι ψυχές
τα μανίκια ξανά φτεροκοπούν κι αδειάζουν ξετιναγμένα
φαίνονται τώρα αφόρητα λευκά τα χέρια και σάρκινα
πέταγμα πεταλούδας που κόπηκε
γεννιόμαστε με το παρελθόν
κλεισμένο στο φιλντισένιο κουτί με τις στάχτες
των φαντασμάτων
H Ναταλία Κατσού κλείνει η συλλογή με την ενότητα που επιγράφεται Rosina και δεν είναι άλλη από την Rosina Storchio. Σε αυτή την ενότητα εν είδη ημερολογίου, ονόματα πόλεων και θεάτρων, έχουν συνδυαστεί με τις πρεμιέρες που δόθηκαν στην όπερα Madama Butterfly, και τις διαφορετικές βερσιόν του έργου μέχρι να ολοκληρωθεί. Παραθέτω το καταληκτικό ποίημα αυτού του ιδιότυπου ημερολογίου και προσπαθώ μαζί με σας να ανακαλύψω τη θυσία της ποιήτριας
New York – Metropolitan Opera
Nέα Υόρκη, 11 Φεβρουαρίου 1907 παρουσία του συνθέτη
Το χορτάρι έχει μεγαλώσει από την τελευταία άνοιξη. Φτάνουν οι αγκυλωτές άκρες μέχρι το τζάμι στο βαγόνι. Εκτροχιάζομαι, σ’ αυτή την κούρσα θριάμβων, αποσύρομαι. Όταν η οσμή μου εκλείψει, θα χορεύεις tarantella στο πυρ της ελευθερίας, υπο- κλινόμενος σε ένα υπερωκεάνιο-φάντασμα. Θα έχεις επιστρέψει σε μια πρωτόγνωρη πατρίδα, όπως ο υποπλοίαρχος Pin., η αι- ματοκυλισμένη πεταλούδα θα είναι καθήκον της υπηρέτριας και η παρτιτούρα σου θα μείνει σκαλισμένη σε μουσειακό παλίμψη- στο. Στα χέρια του φάλτσου δασκάλου. Θα είναι η version που θα γραφτεί στην Ιστορία ως ύστατη βούληση του δημιουργού. Περασμένοι στη χοντρή βελόνα του μαέστρου, όλοι μαζί γκρε- μίζονται στο βάραθρο της ορχήστρας, η πριμαντόντα σπαρταράει στην παράνοια, ο συνθέτης ρίχνεται από το μπαλκόνι των επισή- μων. Η πεταλούδα, φλεγόμενη, θυσιάζεται. Αφρίζουν στο στόμα της μαργαριτάρια.
Το ποιητικό αυτό βιβλίο, έχει πολλές αξιώσεις, είναι πολυεπίπεδο, ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο δεν έχει σημασία, αν και περιέχει πάντα τα σύμβολα της ελληνικής κουλτούρας, έχει γλώσσες αναφοράς και σαφώς ρομαντικές καταβολές, υπερπραγματικότητα, επιρροές από τον εθνικό μας ποιητή και κάτι σύμβολα του Σαχτούρη, που δεν έχει καμία σημασία να συζητήσω εγώ εδώ σήμερα. Το ποιητικό αυτό έργο έχει μέλλον και για τούτο ευχαριστώ την ποιήτρια.
Read more at: http://www.literature.gr/