Τα διεθνή ύδατα είναι ένα μεταίχμιο ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές κυριαρχίες και σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα. Άρα, το καθεστώς των υδάτων αυτών είναι αμφίσημο, διατηρεί τον μεταιχμιακό χαρακτήρα ενός κανόνα-εξαίρεση. Σε αυτόν τον τόπο που δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά ανήκει σε όλους, οι εξαιρέσεις περισσεύουν, καθώς εδώ εξαιρούνται οι νόμοι εκείνοι που συγκροτούν τις εθνικές κυριαρχίες, εξαιρούνται οι δεσμεύσεις και οι υποχρεώσεις των αντίστοιχων υπηκόων και αυτό που προβάλλεται ως κανόνας είναι πρωτίστως αυτή η παράδοξη «εξαιρετική κανονικότητα», αυτή η κανονικότητα εξαιρέσεων.
Παράδοξη, διότι αφ’ ενός η εξαίρεση προϋποθέτει τη διάκριση και τον αποκλεισμό, την απόσπαση και τον εκτοπισμό από ένα δεσπόζον σώμα αρχών και κανονισμών και, αφ’ ετέρου, η κανονικότητα ιδρύεται και επιβιώνει ακριβώς χάρη στον περιορισμό των εξαιρέσεων, εάν όχι στην εξάλειψή τους. Όσο λιγότερες οι εξαιρέσεις, τόσο ισχυρότερη η κανονικότητα. Στα διεθνή ύδατα όμως η «εξαιρετική κανονικότητα» νομιμοποιεί το παράδοξο, νομιμοποιεί με αρνητικό τρόπο τις εθνικές κυριαρχίες και μπορεί να νομιμοποιήσει ακόμα και το μη νομιμοποιήσιμο, αυτό που σε καμία εθνική κυριαρχία δεν θα επιτρεπόταν να νομιμοποιήσει, δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει ει μη μόνο αλλοιώνοντας, διαστρέφοντας, φαλκιδεύοντας τη δικαιική, ηθική και πολιτική της ιδιοσυστασία.
Σε αυτήν την εξαιρετική κανονικότητα, σε αυτόν τον μη τόπο τοποθετεί η Ναταλία Κατσού το κέντρο της δράσης στο πρόσφατο έργο της Ο Βυθός που μόλις εκδόθηκε και παρουσιάζεται στο θέατρο «Αγγέλων βήμα». Ο αναγνώστης-θεατής καλείται να επισκεφτεί ένα αστικό σκηνικό, αλλά για τη σκέψη της συγγραφέως, το βαθύτερο σκηνικό βρίσκεται στο ουδέτερο έδαφος της μη αναπαράστασης μεταξύ δημοσίου δικαίου και πολιτικού γεγονότος. Μπορεί ο σκηνικός χώρος να μοιράζεται ανάμεσα σε ένα σπίτι και ένα εταιρικό γραφείο, αλλά η κυρίως δράση, αυτή που απασχολεί κατά βάθος τη συγγραφέα βρίσκεται σε έναν διηγητικό χώρο, (που δεν αναπαρίσταται επί σκηνής παρά μόνο στο τελικό video) στα διεθνή ύδατα βόρεια της Λιβύης και συγκεκριμένα σε ένα φορτηγό πλοίο, στο αμπάρι του οποίου «300 παιδάκια δουλεύουν νυχθημερόν» για κάποια διεθνή εταιρεία ρούχων «και τα μισά πεθαίνουν μέσα σε μια εβδομάδα κι αντικαθίστανται από άλλα».
Η Κατσού σχεδιάζει αυτήν τη ζώνη αδιαφορίας (με τη διπλή έννοια του όρου: της μη διαφοροποίησης, της μη διάκρισης και της αδιαφορίας ή της ανευθυνότητας), τη ζώνη της έννομης ανομίας που ο Agamben ονομάζει «καθεστώς εξαίρεσης», όπου το παράνομο δεν είναι ανεξάρτητο από το έννομο, όπου ο κανόνας ισχύει χωρίς να εφαρμόζεται,[1] το έγκλημα μπορεί να γίνει ανεκτό ή να παραβλεφθεί στο μέτρο που εντάσσεται στο τυφλό σημείο του διεθνούς δικαίου.
Από αυτό το πλωτό κολαστήριο, στρατόπεδο μαζί και εργοστάσιο, πλοίο φάντασμα για το διεθνές δίκαιο, αλλά «αποικία τιμωρημένων» για τα μικρά παιδιά, από αυτήν την ετεροτοπία (όπως είναι κάθε πλοίο) που εξελίσσεται σε φρικτή δυστοπία για τους επιβαίνοντες, προέρχεται ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου, η Μανόλια, όνομα δέντρου με βαθιές ρίζες στη γη και νέας γυναίκας, που έχει ξεριζωθεί από την πατρίδα και το σπίτι της για να εγκλειστεί στο πλοίο για τρία χρόνια, για να βιαστεί και να χάσει το έμβρυο που εγκυμονούσε. Μία γυναίκα-φάντασμα σε ένα πλοίο-φάντασμα. Το φάντασμα «αρχίζει επιστρέφοντας»[2] και η Μανόλια επιστρέφει για να εκδικηθεί.
Η επιστροφή της Μανόλιας-φάντασμα αποτελεί το ένα σκηνικό του Βυθού. Το άλλο σχετίζεται επίσης με ένα φάντασμα και θα αποκαλυφθεί ότι και αυτό έχει ως φόντο το πλοίο φάντασμα και τον βυθό που καταπίνει ανθρώπινες ζωές. Το φάντασμα του δεύτερου σκηνικού είναι η Λυδία, μια δημοσιογράφος που προσπαθεί να βοηθήσει τη Μανόλια και να διαλευκάνει την ανομία των διεθνών υδάτων. Αυτήν δεν θα τη δούμε καθόλου στη σκηνή. Θα δούμε μόνο την αδελφή της και τον άντρα της να ζουν στη σκιά της εξαφανισμένης για χρόνια Λυδίας, να πελαγοδρομούν, να πενθούν, να ελπίζουν, να οδηγούνται στον έρωτα και την απόγνωση. Ζουν μεταξύ ζωής και θανάτου, όπως και τα φαντάσματα, αρχίζουν να προχωρούν στη ζωή τους, αλλά πάντα επιστρέφουν, κάθε βήμα και επιστροφή (όπως και τα φαντάσματα), επιστροφή στο φάντασμα της Λυδίας. Και αυτό μέχρι τέλους, όταν επισημοποιείται ο θάνατος της δημοσιογράφου και αναμένεται μια σφοδρότερη επιστροφή της.
Εάν αυτό το σκηνικό του σπιτιού αποτελεί τον ψυχολογικό και ηθικό πόλο του έργου, το άλλο σκηνικό του γραφείου αποτελεί τον πολιτικό πόλο. Και στα δύο όμως η ενέργεια των πόλων επιδρά αμφίδρομα. Και στα δύο τα φαντάσματα κατοικούν πολλαπλώς τη ζωή των ζωντανών. Και στα δύο ένα έμβρυο δεν καταφέρνει να γεννηθεί είτε από έκτρωση (η περίπτωση της Στέλλας) είτε από βιασμό και αποβολή, για να στοιχειώσουν και αυτά με τη σειρά τους τη σκηνή. Τα φαντάσματα πολλαπλασιάζονται; Ο σκληρός επιχειρηματίας πεθαίνει. Η Μανόλια απομένει μια άδεια ψυχή. Η Λυδία πεθαίνει επίσης. Ένα είναι βέβαιο: τα φαντάσματα θα αρχίσουν εκ νέου, θα αρχίσουν επιστρέφοντας.
«Καμιά ηθική», γράφει ο Derrida, «καμιά πολιτική […] δεν φαίνεται εφικτή, νοητή ή δίκαιη αν δεν αναγνωρίσει κατ’ αρχάς τον σεβασμό για τους άλλους που δεν υπάρχουν πια ή για τους άλλους που δεν είναι ακόμα εδώ […] είτε πρόκειται για ήδη νεκρούς είτε για αγέννητους ακόμα».[3] Η Κατσού μπορεί να διαβάζει καλά αυτές τις γραμμές διότι γνωρίζει ότι το πλοίο-φάντασμα συνεχίζει να πλέει.
Η παράσταση σκηνοθετείται από τη συγγραφέα. Τη μουσική έχει γράψει ο Θοδωρής Οικονόμου, τα σκηνικά και τα κοστούμια σχεδίασε η Μάιρα Βαζαίου. Τους φωτισμούς και το video ανέλαβε ο Γιάννης Κατσαρής. Παίζουν οι ηθοποιοί Ιωάννης Αθανασόπουλος, Ελισάβετ Γιαννακού, Αργύρης Γκαγκάνης και Ιλιάνα Παζαρζή.
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου