Θα ήθελα να εκφράσω δυο λόγια για το καινούριο έργο της Ναταλίας Κατσού, «Βυθός», ως πρακτικός της «τσαγκαρικής» του θεάτρου, που λέει και η Μάγια Λυμπεροπούλου, κι όχι βέβαια ως ειδήμων αναλυτής που δεν είμαι.
Ο «Βυθός» ασχολείται με ένα ιδιάζον κοινωνικό ζήτημα βαθιάς ανθρώπινης αναλγησίας κι είναι ένα αξιόλογο έργο τόσο για τη θεματολογία, τον λόγο, τους ήρωες και τα ζητήματα που ανοίγει, όσο και για την άψογη δόμηση του που δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Προσωπικά, θεωρώ τη δομή, την αρχιτεκτονική δηλαδή, ένα από τα πιο δύσκολα κι αξιοθαύμαστα πράγματα σ’ ένα έργο σύγχρονο με ρεαλιστικά ή νεορεαλιστικά στοιχεία που κατορθώνει να κρατήσει σε εγρήγορση από την αρχή ως το τέλος.
Θα δανειστώ τη φράση μιας ηρωίδας του έργου που λέει «Δεν είναι ανάγκη να δουλέψεις με 5 διαφορετικά χρώματα. Διαλέγεις ένα και χτίζεις μια παλέτα πάνω σ’ αυτό». Μ’ αυτή τη λογική είναι κατ’ αρχάς σμιλεμένο το έργο. Ξεκινώντας από ένα απλό, ένα λιτό μοτίβο δημιουργεί σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα ένα παλίμψηστο. Πίσω από αυτό που βλέπεις στην αρχή ανακαλύπτεις κάτι άλλο, ύστερα κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που νόμιζες και πάει λέγοντας.
Επί σκηνής έχουμε δυο ζευγάρια που τα βλέπουμε εναλλάξ. Από τις πρώτες αφαιρετικές ατάκες που ακούγονται σκιαγραφούνται αμέσως οι χαρακτήρες, υπαινικτικά αλλά με σαφήνεια και τα στοιχεία προστίθενται από σκηνή σε σκηνή. Φειδωλά όμως. Ανακαλύπτουμε πως και στα δυο ζευγάρια υπάρχει ερωτική σχέση αλλά αναγκεμένη, όχι έρωτας πλησμονής, έρωτας πνιγμονής, έρωτας από ανάγκη. Ανάγκη επιβίωσης.
Δυο ζευγάρια με παράλληλες και άσχετες φαινομενικά μεταξύ τους ιστορίες. Όσο για τις πληροφορίες του τι τους απασχολεί, ποιο είναι το δια ταύτα και γιατί αυτό το διάχυτο μυστήριο, η συγγραφέας σκορπάει μια τράπουλα άτακτα στο πάτωμα. Κάθε χαρτί που σηκώνει ο κάθε ήρωας αντιλαμβανόμαστε πως είναι το κομματάκι ενός παζλ που αν δεν συμπληρωθεί όλη η εικόνα δεν καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται ακριβώς. Νομίζω πως το διασκεδάζει μάλιστα ο γραφιάς, καθώς ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται πως αντί να χάνουμε το ενδιαφέρον μας, η αναμονή μας επιτείνει το σασπένς. Η περιπέτεια του θεατή βέβαια έχει σαν βοήθημα κάποια κλειδιά. Το κρυφό κλειδί που μας ανοίγει μια πιο ευρύχωρη πόρτα είναι το «Πρότζεκτ Ανάπλασης της Ιστορίας», όπως αναφέρεται.
Από εκεί και πέρα η ιστορία αρχίζει να καλπάζει. Τα δυο παράλληλα μοτίβα ενώνονται και οι ανατροπές δημιουργούν ισχυρές εκρήξεις για τα σύμπαντα των τεσσάρων ηρώων. Να σημειώσω ότι σ’όλες τις υποθέσεις που έκανα για τη συνέχεια του πράγματος -και ήταν αρκετές- στη διάρκεια της ανάγνωσης του Βυθού, έπεφτα πάντα έξω. Οι συγγραφικές παγίδες ήταν όλες λειτουργικές.
Η τελευταία σκηνή έντεχνα παρουσιάζεται σαν φινάλε, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή. Ενός άλλου όμως έργου με το ίδιο θέμα. Γιατί αυτό που διατρέχει το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι ο έξυπνος χειρισμός του υλικού, το ξάφνιασμα του θεατή και η έλλειψη διδακτισμού που συχνά ενεδρεύει σε έργα αντίστοιχου κοινωνικού προβληματισμού.
Κλείνοντας, το ουσιαστικό ζήτημα που ανοίγει ο «Βυθός» το υποδηλώνει ο ίδιος ο τίτλος του. Πρόκειται για τον βυθό των σχέσεων, όταν ξεσκεπάζονται όλα τα κουκουλώματα, τα διανθίσματα, οι ωραιοποιήσεις. Όλοι εναγώνια προσπαθούμε να ζούμε στην επιφάνεια της ζωής και για οτιδήποτε συμβαίνει που αποκαλύπτει ό,τι πιέζουμε προς τα κάτω του είναι μας, χρησιμοποιούμε αντικρουστήρες. Κάτι σαν τους προφυλακτήρες του αυτοκινήτου που εν προκειμένω χρειάζονται για να μην ερχόμαστε σε επαφή με ό,τι δεν μας αρέσει απ’ τον υπολογιστικό και χειριστικό εαυτό μας. Στον «Βυθό» λοιπόν φαίνεται τι συμβαίνει όταν ξύνεις τον πάτο ακόμα και στις πιο προσωπικές, στις πιο αγαπητικές σχέσεις.
(Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του έργου «Βυθός» σε βιβλίο -εκδ. Βακχικόν- στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Ελληνικού Θεατρικού Έργου (καλλιτ. διευθ. Λεία Βιτάλη) στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, στις 25 Απριλίου 2017.)
http://www.huffingtonpost.gr/chrysa-spilioti/-_12166_b_17239114.html?ncid=engmodushpmg00000006