Αγαθό
Μετάφραση από τα αγγλικά: Αγγελική Μπούρα
[απόσπασμα]
Μιλώντας για χειρισμούς και χερούλια, και πόμολα, πέρασα κάποτε τρεις μήνες ως χερούλι. Σ’ένανοργανισμόυγείας, σ’ ένανοσοκομείο. Ήταναπαίσια. Όχι λόγω της συνεχούς απειλής των ιών και των κινδύνων για την υγεία. Ούτε λόγω τωνκάθε είδους ανθρώπινων υγρών και χυμών που με περιέβαλλαν. Ιδρώτας και αίμα και δάκρυα, σάλιο και βλέννα, γαστρικά υγρά, ακόμα και κάτουρο, κάθε υγρό που προέρχεται από το ανθρώπινο σώμα, ασθενές και άρρωστο και προορισμένο να εξετασθεί, και να δεχθεί θεραπεία, και να αποδειχθεί αθεράπευτο, και να αποδειχθεί μολυσματικό, επικίνδυνο, μοιραίο, θανάσιμο. Χωρίς ωστόσο να προξενείαηδία. Όλαεκείνα τα υγρά απόβλητα που παραδίνονταν και πετάγονταν πάνω μου, δεν ήταν αυτά που προκαλούσαν τον τρόμο. Ήταν η λαβή. Κάθε φορά που κάποιος άγγιζε το χερούλι για να μπει μέσα ή να βγει έξω. Ήταν το συναίσθημα που διοχετευόταν μέσα από αυτή τη λαβή που έκανε την κατάσταση αφόρητη. Ο φόβος και η ανησυχία, η βεβαιότητα της επικείμενης απώλειας, το βήμα προς την απόγνωση και έπειταπρος την παγωμένη ελπίδα, και έπειτα και πάλι προς την απόγνωση. Η λαβή ενός ανθρώπου που πονούσε και αγωνιούσε, το άγγιγμα του γιατρού που δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει, το άγχος και η σύγχυση μιας μάνας που περίμενε τα αποτελέσματα, η ώθηση από μια νοσοκόμα που μόλις βαστούσε κάποιον που υπέκυψε, ο εξοργισμένος σύντροφος που σφάδαζε από την έλλειψη μιας εξήγησης. Ο φόβος και ο τρόμος, και η αδυναμία και η συνειδητοποίηση όλου αυτού που μετατράπηκε με το γύρισμα ενός χερουλιού σε μια απόπειρα στραγγαλισμού ενός φαντάσματος, σε μια επίθεση ενάντια στον θάνατο∙ένα γύρισμα του χερουλιού της πόρτας σαν άρνηση εγκατάλειψης της ζωής, ένα γύρισμα του χερουλιού σαν μεταβολή προς μια αιώνια φύση, ένα γύρισμα του χερουλιού σαν αρπαγή της δύναμης και του κουράγιου να αντιμετωπίσει κανείς το αναπόφευκτο.
Να αρπάζει κανείς το χερούλι και να περνάει μέσα από μια πόρτα έτοιμος να μπει στη βάρκα και να μαστιγώσει τον βαρκάρη μέχρι αυτός να τον οδηγήσει στην απέναντι πλευρά. Να γυρνάει το χερούλι και να αλλάζει πορεία για την μετά θάνατον ζωή ή για μια κατάσταση πέραν της ζωής. Να γυρνάει το χερούλι μη γνωρίζοντας παρά μόνο ότι ο χρόνος μπορεί να σταματήσει εδώ και τώρα. Να με αρπάζει απ’ τον λαιμό σαν να αρπάζει τον άρχοντα του σκότους απ’ τον λαιμό και να τον φτύνει κατάμουτρα. Ή κάποιες φορές ακόμα, να με αρπάζει με μια σταθερή και ήρεμη συνείδηση και μια αξιοπρέπεια που δε μπορείς να περιγράψεις σε κανέναν που δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με την πιθανότητα μιας αμετάκλητης αλλαγής και απώλειας του εαυτού του και να την έχει αποδεχθεί ως γεγονός. Μια γεμάτη χάρη λαβή του χερουλιού, μια χειραψία, ένα ευγενές αντίο.
Commodity
[fragment]
Speaking of handling and handles, and door-handles, I spent three months as a handle once. In a health institution, in a hospital. It was dreadful. Not because of the constant virus threat and health risk. Nor because of all sorts of human fluids and juice flowing all around me. Sweat and blood and tears, saliva and mucoid fluid, gastric juice and even piss, any fluid coming out of a human body, ill and sick and to be examined, and to be treated, and to prove incurable, and to prove infectious, dangerous, fatal, lethal. But it’s not disgust. All this liquid waste handed over and disposed on me, was not what made it dreadful. It was the grip. Every time someone touched the handle to get in or out. It was the emotion channeled through that grip that made it unbearable. The fear and the worry, the certainty of the oncoming loss, the step towards despair and then to still hope, and then despair again. The grip of a man in pain and agony, the touch of the doctor unable to help, the frustration and bafflement of a mother waiting for results, the push from a nurse that was just holding someone that succumbed, the partner in rage and writhing for the lack of explanation. It is fear and horror, and weakness and the realisation of all that that turned turning a handle into an attempt to twist a ghost’s neck, into an attack against death, turning the handle of the door as if refusing to let go of life, turning the handle as if switching to an ever-lasting nature, turning the handle grabbing strength and courage to face the inevitable.
Grabbing a handle and going through a door ready to step into the boat and whip the boatman to the other side. Turning the handle and shifting for after-life or a state above life. Turning the handle not knowing but that time can stop right here and right now. Gripping my neck as if grabbing the lord of darkness by the neck and spitting on his face. Or sometimes even, gripping me with a steady and calm consciousness and a dignity that cannot be described to no one that has not faced the possibility of an irretrievable change and loss of oneself and accepting that as a fact. A graceful grip of the handle, a handshake, a noble bid of farewell.