Η ποιητική συλλογή «Ειδωλολάτρες», της Ναταλίας Κατσού, που είναι και το τέταρτο ποιητικό της βιβλίο, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η ποίηση μπορεί να αποκτά πολιτική χροιά χωρίς αυτή να ορίζεται από κάποια στρατευμένη ιδεολογία.
Σύμφωνα με τον Μαλλαρμέ, η ποίηση είναι η γλώσσα μιας κρίσιμης κατάστασης. Στους «Ειδωλολάτρες», της Κατσού, η κρισιμότητα αυτή προκύπτει καταρχήν από τον περιεκτικό, τραχύ – με την έννοια του ακαλλώπιστου – ουσιώδη λόγο:
η ξαγρύπνια μου παχαίνει
καταβροχθίζοντας το νόημα
είναι η ιδέα της σκέψης που με κεντρίζει
κυρίως
υπογραμμίζοντας την ταραγμένη παρουσία μου
ως ένσαρκο κενό
Ένας λόγος που συχνά έχει την επείγουσα μορφή ονείρου. Μια πραγματικότητα τοποθετημένη στον κόσμο του ύπνου, εκεί που η συμβατότητα της λογικής καταργείται και η εικονοπλασία αποκτά αυτονομία, στο χώρο μεταξύ πιθανού και απίθανου. Ένας λόγος που κινείται άλλοτε εντός του υπερρεαλιστικού σχήματος και άλλοτε ακολουθώντας το στοιχείο του παράδοξου, όπως συναντάται στο δίπολο «συνειδητό-ασυνείδητο».
Τα νύχια του πεταλίδες στα βότσαλα
ξεραμένα κλαδιά ωλένη και περόνη
κρατούν, περίπου, τον κορμό
μη σμπαραλιάσει
περήφανος, κυνικός
με το πηγούνι ελαφρά μέσα στα σύννεφα
κι από κει χύνονται σπόνδυλοι,
μηροί και γόνατα χορταίνουν χώμα
της προσμονής ή της μετάνοιας
Αυτό που επικρατεί, ως θέμα του βιβλίου, είναι η εποχή μετά την ανθρώπινη παντοδυναμία, την οποία ο καπιταλισμός καλλιέργησε. Κι έτσι εξηγείται κι η πολιτική χροιά, η οποία αναφέρθηκε στην αρχή. Εδώ, όμως, έγκειται κι η άλλη πλευρά της κρίσιμης κατάστασης, σχετικά με τον ορισμό της ποίησης, όπως τον δίνει ο Μαλλαρμέ. Μιλάμε, λοιπόν, για την εποχή, όπου ο δημιουργός έχοντας ως μοναδικό στόχο την ανάδειξη του δημιουργήματος του, βρίσκεται αντιμέτωπος με το αποτέλεσμα της παντοδυναμίας του. Ο άνθρωπος διαρκώς εργαζόμενος για την αέναη παραγωγή. Ο άνθρωπος φτιάχνει την ύλη και γίνεται ο ίδιος πιστός προσκυνητής της, όπως ακριβώς στην ιστορία της εκκλησίας συμβαίνει με τα είδωλα. Οι ειδωλολάτρες που στο κέντρο της λατρείας τους τοποθέτησαν το δημιούργημα, έναντι του δημιουργού.
Έτσι, θεωρείται ιδιαίτερα εύστοχος ο τίτλος της συλλογής, αλλά και ο διαχωρισμό των ενοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Η πρώτη από τις τέσσερις ενότητες φέρει τον τίτλο «Νάρκισσος». Ο Νάρκισσος του μύθου θαυμάζει την ομορφιά του στα νερά της λίμνης και στο τέλος πεθαίνει, έρμαιο της ανικανότητάς του να απεγκλωβιστεί από την εικόνα του. Έτσι κι ο άνθρωπος της καπιταλιστικής κοινωνίας αυτοπαγιδεύτηκε στο δημιούργημά του και πια δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη μορφή και την ταυτότητά του. Το είδωλο νοσεί ή μήπως το βλέμμα; Και τα δύο, αφού κι ο καθρέφτης φτιάχνεται στην παραγωγική μηχανή της σύγχρονης κοινωνίας, από τον πάσχοντα κατακερματισμένο άνθρωπο.
Έχω ξεχάσει να κοιτάζω,
μόνο φαντάζομαι.
Το ίδιο μου το κρέας ασπρίζει,
μυρίζω το λιγόστεμά μου
ως τους αγκώνες φυτεμένος,
στηρίζοντας ένα υπόλοιπο σώμα
σαν έτοιμο να φύγει, να γκρεμιστεί
ή να πετάξει απέναντι στην όχθη
Κι έρχεται η Ηχώ στη δεύτερη ενότητα, η οποία δίνει και το όνομά της στην ενότητα αυτή, να συντριβεί στην απάθεια του όμορφου νέου. Η άλλη φωνή, αυτή που ίσως μετακινούσε την οπτική γωνία του σύγχρονου ανθρώπου, φτάνει τόσο εξασθενημένη στα αυτιά του. Το μέταλλο και η έντασή της απορροφώνται από τη διάθλαση του καθρέφτη κι αποδυναμώνονται.
Εκείνος κυρτός και θνητός διαθλάται
εναγωνίως κρεμάμενη από τα χείλη του εγώ
τσαλακωμένη Ηχώ
παραδέρνοντας
επαναλαμβάνομαι
κι εξανεμίζομαι
Κι αν με σύμβολα τον Νάρκισσο και την Ηχώ, η ποιήτρια θέλησε να μας μιλήσει για την προβληματική σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον εαυτό του, και την ανικανότητά του να αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη, έρχεται στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, που έχει τίτλο «Εγώ», να μας παρουσιάσει την προσωπική τοποθέτηση του ποιητικού υποκειμένου, σε χρόνο παροντικό και ολοζώντανο. Εδώ το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται με λέξεις άκρως καθημερινές, ακόμα και πολύ μακριά από το ποιητικό περιβάλλον. Ένα χταπόδι πεταγμένο στον πάγο, ένα κόκκινο φανάρι που ανάβει, οι πλαστικές γαλότσες wellington, το βασιλικό κιτς, ένα φλιτζάνι καφές που λεκιάζει το πάτωμα και άλλα ακόμα, γίνονται τα σημαίνοντα που σκιαγραφούν το χώρο και το χρόνο του ποιητικού υποκειμένου. Το ποιητικό υποκείμενο, κάνοντας χρήση της πρωτοπρόσωπης αντωνυμίας, μας καλεί μέσω του δικού του «εγώ», να ακούσουμε τη φωνή του σημερινού, αδύναμου και κουρασμένου, ανθρώπου.
δεν έχει η πλάτη μου αντιολισθητικές για τον καιρό ετούτο
κι όσο για το πρόσωπο, χαλκομανία που κατέληξε με τις απανωτές καταιγίδες στους υπονόμους
Και όσο για το μέλλον, τα πράγματα διαφαίνονται δυσοίωνα.
το μέλλον σχεδιάζεται
με το βλέμμα στον ουρανό, λένε
τα δικά μου μάτια ξεβιδώνονται
κι ύστερα λιώνουν σταθερά
ειδωλολατρικά
σοκολατένια
κάτω από θαμμένα εξαπτέρυγα κι εξάγγελους
διακρίνω τη συνέχεια
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου έχει τίτλο «Αλβιόνα». Η χρήση της αρχαίας ονομασίας της Μεγάλης Βρετανίας δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το σύγχρονο τρόπο ζωής, αυτόν που επικρατεί στις δαιδαλώδεις μεγαλουπόλεις. Μια αντίστιξη που μας θυμίζει ότι τα κτήρια και οι δρόμοι ήταν πάντα εκεί. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που κάνουν την πόλη, οι κάτοικοί της. Αυτοί λειτουργούν καθρεπτικά ο ένας για τον άλλο και το καθρέφτισμα αυτό δε φέρνει πάντα αισθήματα αποδοχής. Οι καινούριες πόλεις είναι πολυσυλλεκτικές, οι καινούριοι καθρέπτες δεν δείχνουν κάτι οικείο.
Διασταυρωθήκαμε πρώτη φορά
Στάθηκε απέναντι και με κοίταζε
για ατέλειωτη ώρα.
Μάτια από στάχτη και θυμό
μέσα σ’ ένα αρρωστημένο φως να μας προδίδει
ενώ ο κόσμος μάς προσπερνούσε βιαστικά προς τις στοές.
Άκουγα τα σφυρίγματα των τραίνων πίσω μου έτοιμα
για αποχώρηση.
Παρολ’ αυτά, οι πόλεις οφείλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν κι οι κάτοικοι θα εξακολουθήσουν να στριμώχνουν το είδωλό τους στους σπασμένους καθρέφτες των άλλων, ψάχνοντας σαν άριστοι ειδωλολάτρες τη μορφή τους. Εκείνο που μένει ως ελπίδα είναι, κάποια στιγμή, τα κατακερματισμένα είδωλα να βρουν μια νέα επιφάνεια, η οποία θα μπορεί να προβάλει αδιαίρετη την ολότητα του αντικειμένου.
Κι όλο μακραίνουμε
μαντρωμένοι στις λαμαρίνες
λιβανίζοντας μέσα μας κεριά και ξόρκια
για να ’ναι πάντοτε αύριο
τα πνεύματα
ακοίμητα στην πρύμνη, να πηγαίνουμε κάπου.