Έχουμε και παλαιότερα επισημάνει μία επιλογή ποιητών και ποιητριών προς το υπερρεαλιστικό στοιχείο. Μολονότι δεν πρόκειται για κάποια αναβίωση, αξίζει να επισημανθεί η παρουσία του μέσα στον μεταμοντέρνο ποιητικό λόγο. Και δεν αναφερόμαστε σε μεταφορές υπερρεαλίζουσας καταγωγής, αλλά σε συνθέσεις και συλλογές όπου η συνειρμική κίνηση του στίχου φλερτάρει με το σουρεαλιστικό πρωτότυπο. Χαρακτηριστική ως προς αυτή την τάση είναι η τελευταία ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού, «ειδωλολάτρες» (κάπα εκδοτική, 2019).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο η ποίηση όσο και η αισθητική αποτελούν προϊόντα ιδεολογίας. Για τον Eagleton το Αισθητικό παρέχει μία «ασυνήθιστα ισχυρή πρόκληση και εναλλακτική λύση στα κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα». Συνδέεται με την ιεραρχική ιδεολογία διάκρισης των ανθρώπων, την αποξένωση και την εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ζωής. Και ως ιδεολογία το Αισθητικό δύναται να συμπλεύσει ή να συγκρουστεί υπόκωφα με την εξουσιαστική γλώσσα. Ο μεταμοντέρνος, λοιπόν, υπερρεαλισμός ως Αισθητικό μπορεί να υποσκάψει τον εργασιακό λόγο συμβάλλοντας στη χειραφέτηση της γλώσσας και των συναισθημάτων. Η γλώσσα είναι η συνείδηση του ανθρώπου∙ έξω από αυτήν δεν υπάρχει νόημα και σκέψη∙ είναι αυτή που ερμηνεύει τον χώρο γύρω μας και τοποθετεί το άτομο στο περιβάλλον ως οντότητα.
Η υπερρεαλίζουσα ποιητική γλώσσα της Κατσού, με τις συνειρμικές εικόνες και τα –ήπια– ακατάληπτα νοήματα, ως προϊόν επεξεργασίας, συγκρούονται με το μεταμοντέρνο εξουσιαστικό αφήγημα. Απέναντι στην άρνηση των μεγάλων αφηγήσεων, επαναφέρει –επικαιροποιημένο– το μοντερνιστικό πρόταγμα του υπερρεαλισμού∙ δίνει έμφαση στη συνείδηση, στο είναι του ανθρώπου. Έτσι, έρχεται σε αντίθεση με τον κυρίαρχο λόγο. Η υπερρεαλίζουσα γραφή της, μέσα από τον υποκειμενισμό της στην πρόσληψη, έχει τη δύναμη να χειραφετήσει τη συνείδηση από τον τυποποιημένο λόγο και τη συνθηματολογία του εμπορικού ή πολιτικού μάρκετινγκ. Το «αισθητικό και το πρακτικό αποσυνδέονται αμετάκλητα, διότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι ζήτημα πραγμάτωσης καλά των αισθήσεων και όχι απελευθέρωσης της από αυτές» (Eagleton). Αντίθετα, ο εξουσιαστικός λόγος προκρίνει την εργαλειακή χρήση της γλώσσας όπως στη δυστοπική της προβολή έθεσε ο Όργουελ.
Και στο έργο της Κατσού ο εξωτερικός κόσμος με το ανώνυμο περιβάλλον προβάλλεται στο εσωτερικό του ποιητικού υποκειμένου. Ο απρόσωπος χώρος γεμάτος κίνηση μοιάζει με μία βοή στην αυτοβιογραφία του μοναχικού αναγνώστη που αγγίζει τη συνείδηση του ποιητικού χαρακτήρα (εγώ, Αλβιών). Ο πολυπολιτισμικός κόσμος και η αδιαφορία συμπλέκονται (Αλβιών) με την απομόνωση και τη διάρρηξη των σχέσεων. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι προβληματικές μέσα στην αποξένωση της αστικής ζωής. Ο άνθρωπος κλειδώνεται στον καθρέφτη του εαυτού ακούγοντας τη δική του φωνή (ηχώ), αδυνατώντας να χειραφετηθεί από την εικόνα του (Νάρκισσος)∙ υποτάσσεται εκούσια στο είδωλο που κατασκεύασε, χωρίς να μπορεί να αντιτάξει μια άλλη γλώσσα, χωρίς να προβληματίζεται.
Η ποίησή της δεν αποτελεί μία μιμητική προσέγγιση του παρελθόντος, αλλά μία επαναδιαπραγμάτευση του παραλόγου στις συνθήκες του μεταμοντέρνου. Συγκρούεται με την λογοκρατία και την εργαλειοποίηση αφήνοντας μία αχλή αντιεξουσιαστικής εκφραστικής αναζήτησης. Επιδιώκοντας, βέβαια, αυτή τη γλωσσική απελευθέρωση η ποιήτρια έμπρακτα αρνείται την αστική αισθητική∙ αντιπροτείνει μία αντι-καλλιτεχνική αισθητική, μία αντι-τέχνη την οποία δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ο εξουσιαστικός λόγος. Έτσι, όμως, στρέφεται και ενάντια στον εαυτό της. Ως αντίφαση, ενισχύει το αφήγημα του μεταμοντέρνου περί μη διάκρισης της τέχνης σε υψηλή και μη και ταυτόχρονα γίνεται μέρος του φιλελεύθερου “χυλού”, όπου όλα χωράνε και ανακατεύονται χωρίς διάκριση. Για τον Foucault, άλλωστε, η μετανεωτερικότητα συνιστά ένα πλουραλιστικό φαινόμενο, που συνδέει τον κοινωνικό έλεγχο με τη γλώσσα, τη σεξουαλικότητα και την ηθική, καθώς κάθε σχέση δυνάμεων συνιστά σχέση εξουσίας. Βέβαια, το Αισθητικό είναι πάντα ένα αντιφατικό, αυτοτελές είδος έργου, το οποίο, προωθώντας τη θεωρητική αξία του αντικειμένου του, κινδυνεύει να το αδειάσει ακριβώς από εκείνη την ιδιαιτερότητα ή την αναποτελεσματικότητα που θεωρήθηκε ότι είναι μεταξύ των πλέον πολύτιμων χαρακτηριστικών (Eagleton).
Η ποίηση της Κατσού δεν δίνει απαντήσεις. Στόχος της μέσα από την ανάλυση των εικόνων και της αισθητικής είναι να προβληματίσει τον αναγνώστη, χωρίς εκείνη να στοχάζεται άμεσα. Ο δέκτης ανιχνεύει μόνος του –νοηματοδοτώντας το σύνολο της συλλογής– τις αγωνίες της ποιήτριας. Στο επίκεντρό της ο ναρκισσισμός της σύγχρονης κουλτούρας ως ιδεολογία. Το υπερρεαλιστικό της ιδίωμα στη συνείδηση του αναγνώστη συνιστά “καλλιτεχνικό γεγονός”, φέρνοντας ρωγμές στις εξουσιαστικές σχέσεις (αισθητική, ορθολογισμός). Η τέχνη, εξάλλου, δεν στέκεται αυτόνομη απέναντι στις εξουσιαστικές δομές.
Για τον Kant, η αισθητική δίνει μια υπόσχεση συμφιλίωσης μεταξύ της φύσης και της ανθρωπότητας. Ο Χέγκελ δίνει στην τέχνη μια χαμηλή θέση στο θεωρητικό του σύστημα, αλλά παρ’ όλα αυτά παράγει μια ελέφαντα πραγματεία πάνω του. Η αισθητική για τον Kierkegaard πρέπει να δώσει έδαφος στις υψηλότερες αλήθειες της ηθικής και της θρησκευτικής πίστης, αλλά παραμένει μια επαναλαμβανόμενη ανησυχία της σκέψης του. Για τους Schopenhauer και Nietzsche, με αισθητή αντίθεση, η αισθητική εμπειρία αντιπροσωπεύει μια ανώτερη μορφή αξίας.