Κοιτάζω την ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού Ειδωλολάτρες (κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική και συνοδεύεται από μιαν ιδιαιτέρως ταιριαστή εικονογράφηση της εικαστικού Βίβιαν Χαλκίδη), και διαισθάνομαι πως αποτελεί το ωριμότερο δείγμα από τις τέσσερις εν συνόλω ποιητικές συλλογές της. Ό, τι στα προηγούμενα βιβλία της (τα κοίταξα με αφορμή τους Ειδωλολάτρες) εμφανίζεται ως ίχνος ή λειτουργεί διστακτικά ακόμη, αποκτά εν προκειμένω σώμα και συστηματική οργάνωση, διεκδικώντας το έπαθλο μιας ολοκληρωμένης προσπάθειας. Ο εξωτερικός κόσμος και οι εσωτερικές προβολές του (το εγώ, ο καθρέφτης του εαυτού και ο ύπνος ή το όνειρο) από τη μια πλευρά και ο ανώνυμος αστικός περίγυρος από την άλλη είναι οι θεματικοί τόποι στους οποίους κινείται η Κατσού. Αν θέλουμε να βρούμε και άλλα, πιο συγκεκριμένα θεματικά στοιχεία, εύκολα μπορούμε να τα εντοπίσουμε στην ανάδειξη της γεωγραφίας του σώματος και των αισθήσεων ή στην υπαινικτική, σχεδόν κρυπτική περιγραφή μιας κοινωνίας που χωλαίνει σε όλα τα επίπεδα, σαρώνοντας τόσο την ατομική μας υπόσταση όσο και τους θεσμούς εντός των οποίων κατοικούμε: από τη γλώσσα που μιλάμε και την τέχνη που διακονούμε μέχρι τις μοναχικές μητροπόλεις οι οποίες μας περιβάλλουν.
Η ποιήτρια δεν μιλάει για όλα αυτά από την αποστασιοποιημένη (και, κακά τα ψέματα, κάπως βολική) θέση ενός ποιητικού υποκειμένου που καταδικάζει ως αποσυνάγωγος θρηνωδός τον εκκενωμένο του περίγυρο, βάζοντας στον ίδιο λογαριασμό και τη δική του κακή τύχη: καταλαβαίνει, αντιθέτως, και επιτρέπει και σε μας να το καταλάβουμε από την πρώτη στιγμή, πως είναι απορριγμένη στην πραγματικότητα την οποία αναπαράγει το βιβλίο της με έναν λόγο δραματικής απάθειας.
Τι ακριβώς θα πει, όμως, δραματική απάθεια; Μα, περίπου όσα υπονόησα πρωτύτερα. Ο λόγος της Κατσού, καθώς ξετυλίγεται από στίχο σε στίχο και από ποίημα σε ποίημα, δεν είναι αφηρημένος και υπερβατικός, στέκοντας μακριά από τα πραγματικά δρώμενα, και η τέχνη της δεν συνιστά ένα καταφύγιο που θεραπεύει ή που υπόσχεται να θεραπεύσει την καθημερινή μοναξιά και απόγνωση δια του ποιητικού αναθέματος και του αισθηματολογικού εξορκισμού. Η ποίηση ταυτίζεται εδώ με το περιβάλλον το οποίο ανιχνεύει και το περιβάλλον γίνεται ένα με την ποίηση η οποία το διερευνά, σε μιαν αδιαίρετη ενότητα του συγκεκριμένου, που μοιάζει με αναπόφευκτο κακό. Ένα κακό, όμως, όχι δαιμονοποιημένο (γιατί η δαιμονοποίηση συνιστά ένα είδος αντεστραμμένης εξιδανίκευσης), αλλά χειροπιαστό, εγκόσμιο και ορατό δια γυμνού οφθαλμού – ένα ένσαρκο κενό για να το πω με έναν πολύ εύγλωττο στίχο της Κατσού.
Τα λεκτικά, τα οπτικά και τα εικονοποιητικά παιχνίδια, τα υπερρεαλιστικά ασύνδετα, οι νοηματικοί αιφνιδιασμοί, οι απροσδόκητες αναφορές, η ανατροπή των λογικών ακολουθιών, η συναρμογή των αντιθέτων και η συγκατοίκηση των πιο διαφορετικών εννοιών και αναφορών συγκροτούν στους Ειδωλολάτρες ένα ποιητικό ιδίωμα το οποίο υποστηρίζει σθεναρά το πνεύμα και τη στάση της Κατσού απέναντι τόσο στο υλικό της όσο και στον τρόπο της επεξεργασίας του. Και πίσω από ένα τέτοιο κλίμα, πίσω από την ατμόσφαιρα ουδετεροποίησης οποιουδήποτε συναισθηματικού τόνου και κάτω από τον λόγο της δραματικής απάθειας για τον οποίο έλεγα πρωτύτερα, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε και να συναισθανθούμε εκείνο που συνέχει την ποίηση από καταβολής κόσμου: την ικανότητά της να γεννά και να μεταδίδει συγκίνηση – μια συγκίνηση που ξέρει ακριβώς πώς να σταθμίσει το αίσθημα της εποχής μας.