Ζώντας σε αλλόγλωσσο έδαφος, διδάσκεται και καλλιεργεί κανείς διάφορες ποιότητες και ικανότητες και χρειάζεται χρόνο, σοβαρή δέσμευση και διαρκή εργασία μέχρι να περάσει από το τραυματικό συναίσθημα του κομμένου νυχιού στην ασφάλεια και αυτοπεποίθηση του συνδεδεμένου μέλους ενός παλλόμενου οργανισμού. Η όλη διεργασία περιέχει και το bonus του δέους, μιας περιοδικά εμφανιζόμενης ευχαρίστησης/ ευγνωμοσύνης όταν γίνεται κανείς αποδεκτός αφενός, και του χαρίζονται χώρος και εργαλεία για δημιουργία και ανάπτυξη αφετέρου, με κορύφωση την δυνατότητα εγχάραξης μιας προσωπικής υπογραφής. Όλα αυτά είναι αυτονόητα έως περιττά για όποιον έχει μετακινηθεί, φιλοξενηθεί, προσκληθεί, σπουδάσει, μεταναστεύσει, μετοικήσει, ταξιδέψει, δουλέψει έστω και για μέρα εκτός της κοιτίδας του, ιδίως στην καλλιτεχνική κοινότητα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, στον επιβλέποντα σύμβουλο, όπως περίπου περιέγραψε την θέση του ο κ. Γιαν Φαμπρ, αυτά ανήκουν στην επιστημονική φαντασία (και ουδείς υποβιβάζει την χρησιμότητα της επιστημονικής φαντασίας ως σέκτα του ποθητού, του ανεξήγητου και πιθανώς ανέφικτου), ή σε κάποια άλλη φαντασία.
Παρακολουθώντας -γιατί το βιώνοντας είναι πλέον ένα ταριχευμένο ρήμα για όσους ζουν εκτός Ελλάδος, όσο και για τους περισσότερους που ζουν εντός- όλων των ειδών τα τεκταινόμενα από την στιγμή της «ανακήρυξης» της Ελληνικής Κρίσης -όπως κάποιοι ρομαντικοί συνεχίζουν να αποτελούν μια προδιαγεγραμμένη τετελεσμένη κατάσταση – μέχρι την πρόσφατη ανάδειξη του κυρίου Φαμπρ σε Διευθυντή ενός Φεστιβάλ που δεν είναι πλέον το Φεστιβάλ για το οποίο αναδείχτηκε διευθυντής, το θυμόμετρο των ομόγλωσσών μου ανθρώπων, κι εμού της ιδίας συμπεριλαμβανομένης, έχει διαγράψει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγλυφη οροσειρά. Και σήμερα ο υδράργυρος ξεχείλισε.
Δεν ξεχείλισε επειδή ο κ. Γιαν Φαμπρ (πόσο ομολογουμένως λειψό φαίνεται το όνομα αυτό γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο!) αποφάσισε να μετατρέψει το Ελληνικό Φεστιβάλ σε ένα πηγαδάκι της μόδας των Κάτω Χωρών. Διότι η συνήθεια του να προβιβάζεται κάποιος σε ένα δημόσιο λειτούργημα και να το μετατρέπει σε τσαρδάκι του και στέκι των κολλητών του είναι μια τέχνη-κόσκινο που έχει ρίζες… αρχαίες και πολύ ελληνικές– κάποιος θα έλεγε ότι ενέχει και κάτι από την μῆτιν του παμπόνηρου πλην αποτελεσματικού Οδυσσέα κτλ. που όμως κανείς από τους προαναφερθέντες καταχραστές δεν είχε κληρονομήσει. Δεν ξεχείλισε με την μετονομασία του Ελληνικού Φεστιβάλ σε Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου χωρίς η χρήση της ορολογίας του διεθνούς να επιβεβαιώνεται, εφόσον αποκλείει μάλλον παρά συμπεριλαμβάνει την πλειοψηφία των χωρών. Δεν ξεχείλισε καν με τον αποκλεισμό Ελλήνων από το εν λόγω Φεστιβάλ. Γιατί όλα αυτά έπονται. Αυτά είναι τα αποτελέσματα.
Η αγανάκτηση κι η οργή ξεκινούν από πριν, πολύ πριν. Ξεκινούν από την παράλειψη επισύναψης προς τον κ. Φαμπρ του job description όταν του προσφέρθηκε η θέση (Υπήρχαν κι άλλοι υποψήφιοι άραγε; Έστειλε το βιογραφικό του με cover letter; Είχε ετοιμάσει ένα ενδεικτικό πλάνο που υπερσκέλισε όλους τους άλλους επαγγελματίες τους είδους του; Πώς έγινε η διαδικασία;), κι ότι αυτό περιλαμβάνει αποφάσεις πρακτικές, διοικητικές και οικονομικές- το «όραμα» έρχεται στο τέλος, εάν ανήκει στη λίστα. Οράματα έχουμε πολλά, περισσότερα απ’όσα χρειάζεται. Από τα πολλά οράματα βουλιάζει η Ελλάδα.
Η καταιγίδα ξεκινά από νωρίτερα, φυσικά, από τις στοιχειώδεις και επανειλημμένα εκπεφρασμένες απορίες όπως «γιατί δεν βρέθηκε κάποιος Έλληνας επαγγελματίας με τα προσόντα που απαιτεί το λειτούργημα», και άλλες αντίστοιχες που είναι περιττό να καταγραφούν εδώ.
Ξεκινά από την ανεπάρκεια της ομάδας που περιστοιχίζει τον κ. Φαμπρ να του παρουσιάσει τις μπροσούρες των προηγούμενων Φεστιβάλ (αν δε σώζονται μπορώ να διαθέσω από την προσωπική μου κολεξιόν στο χαρτόκουτο στο υπόγειο, νομίζω κρατάω αρχείο για τα τελευταία 15 χρόνια, όπως πάμπολλοι Έλληνες) και να του υπογραμμίσει τα S.O.S., τα ονόματα-κλειδιά ξένων καλλιτεχνών και συντελεστών που έχουν προσκληθεί επανειλημμένως καθώς και ποια ήταν φαβορί και ποιοι λιγουλάκι το παράκαναν και όποια άλλη πληροφορία μπορεί να φανεί διαφωτιστική σε τέτοιες περιπτώσεις.
Παράλληλα, στο διάλειμμα για καφέ, μπορούσαν να του πασάρουν και μια λίστα με τους Έλληνες δημιουργούς που παράγουν έργο και παλεύουν με ανεμόμυλους τα τελευταία χρόνια στηρίζοντας θεσμούς και έννοιες και αξίες -και κάποιοι το καλό γούστο- κι άλλη μία λίστα με τους Έλληνες καλλιτέχνες που ζουν στο εξωτερικό και πλέουν με χάρτινα καραβάκια σε άλλους ωκεανούς με αντίστοιχα «διεθνή» δεδομένα και, παρόλα αυτά, συνήθως διαπρέπουν. (Αν λείπει αυτή η λίστα, ας συνδεθούν στο διαδίκτυο κι ας ψάξουν για λίγο, ποια ονόματα κράζουν ελληνικά όταν ανακοινώνονται τα what’s on ευρωπαϊκών και διεθνών καλλιτεχνικών θεάτρων και θεσμών ή επίσης ας ανατρέξουν στα προγράμματα υποτροφίας που κερδίζουν και ολοκληρώνουν με επιτυχία οι μεταπτυχιακοί Έλληνες δημιουργοί και μετά αφήνονται εκτός).
Και συνεχίζει η καταιγίδα απαύδισης με το ζήτημα του ήθους: ίσως ο προφορικός λόγος να έχει μια ελαφρότητα, και σίγουρα το να μιλάει κανείς σε μια ενδιάμεση γλώσσα, όπως τα αγγλικά/γαλλικά μεταξύ Βέλγων και Ελλήνων, ή μέσω διερμηνέα, προσδίδει ίσως μια ελευθερία, μια ελαφρότητα, μια ευκολία στην εκτόξευση κακόγουστων χιουμοριστικών δηλώσεων. Όταν όμως τα διαβάσει κανείς, όταν αυτά τα λόγια παρουσιάζονται έντυπα, πρόκειται περί ευθείας προσβολής, περί σκληρής κοροϊδίας και σάτιρας στα μούτρα όλων των Ελλήνων. Ο τρόπος που εκφράζεται ο κ. Φαμπρ, από την αναλογία περί… μπάλας μέχρι το δήθεν αποστομωτικό «να μην μου έχετε (εμπιστοσύνη)» προς τον εξίσου αποσβωλοτικά ανίδεο πρωθυπουργό δηλώνουν δυο πράγματα με διαζευκτική σχέση: ότι δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα (που είναι τυπική διαπίστωση) ή ότι είναι μια κραυγαλέα έκκληση να απαλλαγεί του άχθους της θέσης. Διότι αυτό το επηρμένο θράσος και η λικνιζόμενη αλαζονεία που αντιπροσωπεύει ο κ. Φαμπρ είναι μια «προβολή» με ψυχαναλυτικούς όρους – σίγουρα εφαρμόζει στις (αόρατες) αρχές του η αφαιρετική προσέγγιση της συμπεριφοράς του. Έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο που νιώθει παγιδευμένος. Παγιδευμένος στο όραμα μιας αποικίας χθαμαλών untermenschen που τρέπονται σε ξενιστές για χάρη παρασίτων. Παγιδευμένος σε μια πραγματικότητα που δεν αναγνωρίζει και προτιμά να αγνοήσει, να προσποιηθεί ότι δεν υπάρχει.
Μιλάμε διαφορετική γλώσσα κύριε Φαμπρ, για να ξεκινήσουμε από μια βασική αιτία αμοιβαίας σύγχυσης, κι αυτό είναι μάλλον τρομαχτικό για κάποιον που εισάγεται από μια πλήρως αποστειρωμένη κατασκευασμένη κουλτούρα σε έναν πάσχοντα αιμορραγούντα υπερ-πραγματικό πολιτισμό. Κι ίσως το σφάλμα να μην είναι δικό σας. Μάλιστα, θα σας αποδιδόταν, θα σας χαρίζονταν σαν credit κάποιο μεγάλο ποσοστό ευφυίας, μια ικανότητα υπευθυνότητας και αξιοπιστίας, ενδεχομένως και ψήγματα ευαισθησίας, και εντέλει αποθέματα «οράματος», εάν αποδειχθείτε ικανός για τόσο μεγάλο σφάλμα. Διότι το σφάλμα και η ανάληψη της ευθύνης του είναι έργο για γερές πλάτες, όπως η δημιουργία, η προσφορά, η ανάπτυξη, η συνεργασία. Κι αυτά δεν τα διαθέτετε.
Και το θυμόμετρο συνεχίζει να ξεχειλίζει προς όλες αυτές τις καρεκλοπόδαρες μαριονέτες που αντιδρούν με τόσο «βορειοευρωπαϊκή» (για να σεβόμαστε και τα στερεότυπα) ψυχραιμία και μάλλον αδιαφορία. Η αδιαφορία αυτή καταδικάζει βεβαίως τους καλλιτέχνες. (Καταδικάζει και τον κάθε κύριο Φαμπρ που ξεκάθαρα παραπαίει σε ένα τέτοιο podium, οπότε ίσως να του δοθεί χάρις και να ελευθερωθεί των καθηκόντων που ποτέ δεν ονειρεύτηκε.) Καταδικάζει όμως, κυρίως, τον πολιτισμό, την γλώσσα και την παιδεία μας. Η αδιαφορία κι η άγνοια αυτή καταδικάζουν τον πληθυσμό της Ελλάδας, μιας χώρας που, πρέπει να παραδεχτούμε, δεν ανήκει στους Έλληνες. Κι αυτό πρέπει να έχει ένα τέρμα. Διότι πλέον διακυβεύεται η όποια ελπίδα για ανάδυση από αυτόν τον βόθρο που με τόσο πάθος έχουμε ριχτεί. Και καταστρέφει την όποια πιθανότητα για διατήρηση του μόνου ιδανικού που απομένει: της ταυτότητας μας. Της ταυτότητάς μας ως ατόμων ξεχωριστών και ως συνόλου.
Κι αυτό, ας ταράξει λίγο τους (εκλεγμένους και φυτεμένους) καρεκλοπόδαρους που εμήδισαν ξανά και ξανά κι εξακολουθούν, ας ταράξει κι όλους μας προς μια δράση, μια οργανωμένη πράξη με τέλος και σκοπό και προοπτική. Διότι η απώλεια μιας ταυτότητας, όπου ταυτότητα ο πολιτισμός κι η γλώσσα, σημαίνει ένα τέλος που μέχρι τώρα δεν έχει κανείς μας αναλογιστεί σοβαρά. Είχαμε πάντα, ως μεσογειακό μπουλούκι, το προνόμιο να έχουμε μόνο αρχές, άγραφες κι άφατες. Κι οφείλουμε να τις διατηρήσουμε. Ως άνθρωποι.
http://www.huffingtonpost.gr/natalia-katsou/h-_10_b_9589270.html
Από την πρώτη μου δημοσίευση ποιημάτων πριν δέκα χρόνια μέχρι αυτήν την στιγμή νιώθω ότι το έναυσμα για οποιοδήποτε διάλογο μεταξύ ποιητών και αναγνωστών είναι «η ποίηση στις μέρες μας». Κάποιες φορές αυτό προσδιορίζεται λίγο περισσότερο, «ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης», ή «τί σημαίνει ποίηση στις μέρες μας». Αν ξεπεράσουμε τις τραυματικές διατυπώσεις σε θέματα εκθέσεων πανελληνίων εξετάσεων, αν αποφύγουμε να παραπέμψουμε στα δοκίμια του Έλιοτ και του Μπόρχες, αν ξεχάσουμε ότι η προσωπική μας θέση μάλλον περιέχεται σε παλιότερο κείμενο που δημοσιεύσαμε, το ερώτημα εξακολουθεί.
Την πρώτη φορά που κλήθηκα να απαντήσω σε αυτό, το αντιμετώπισα σαν πρόβλημα φυσικής όπου κάπου πρέπει να υπάρχει ένας τύπος που εξηγεί έναν αυτονόητο συμπαντικό νόμο και ξεκλειδώνει όλες τις δυνάμεις. Είδα την ποίηση σαν απόλυτη συμπαγή αξία και την απόδειξη της ουσίας της σαν παρουσίαση μιας καθολικής αέναης κατάστασης που συμβαίνει και χωρίς εμάς.
Την δεύτερη φορά το εξέτασα από μια κοινωνικό-ιστορική προοπτική. Είδα την εποχή μας σαν είκοσι πολύ συγκεκριμένες σελίδες του βιβλίου της παγκόσμιας ιστορίας που γράφεται post factum και την ποίηση σαν ένα πλάσμα που επιβιώνει μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, μεταβάλλοντας την ουσία του ανάλογα με τα γεγονότα και τα φαινόμενα.
Την επόμενη φορά ερωτήθηκα ως «νέα ποιήτρια» μαζί με πάμπολλους ομηλίκους κι ομότεχνους κι αυτό με ξάφνιασε, γιατί είδα τον εαυτό μου ως αμοιβάδα σε υποσύνολο ενός ήδη περιορισμένου υποσυνόλου, σα να μην είμαι εντελώς ποιήτρια ακόμη και σα να παρατηρούμαστε σε σχέση με την ενσυνείδησή μας. Φιλοξενούμενοι στον κόσμο των ενηλίκων, όπου πρέπει να συναγωνιστείς την ποίηση σαν ιστορικό μαμούθ.
Υπήρξαν και επόμενες φορές, όπου δεν απάντησα, είτε γιατί ήμουν απασχολημένη να διαβάζω ποίηση και να γράφω τις ώρες που δεν δουλεύω είτε γιατί θεώρησα ότι έχω ήδη απαντήσει στο ερώτημα και δεν έχω κάτι να προσθέσω προς το παρόν.
Την τελευταία φορά που με προσκάλεσαν να προβληματιστώ για την «ποίηση σήμερα» κάτι έλαμψε μέσα μου. Αφού επεξεργάστηκα λίγο τα απανωτά déjà vu, άρχισα να ψάχνω απάντηση μέσα από την ίδια την γλώσσα: ποίηση και σήμερα. Αυτό το παιχνίδι με έσπρωξε ένα βήμα πίσω: τί είναι ποίηση και τί είναι σήμερα.
Το τί είναι ποίηση, αφενός υπάρχουν ορισμοί και δοκίμια που θα εξόντωναν και τον πιο ατσάλινο υπολογιστή στην προσπάθεια ταξινόμησης και ενοποίησης, αφετέρου υπάρχει ένα κομματάκι αυτονόητο, αδιαπραγμάτευτο, αμετάφραστο κι αδιάβρωτο για τον καθένα μας. Δεν είναι η ποίηση σαν έννοια που καθορίζει την δουλειά, είναι το έργο του καθενός που εντέλει βαφτίζεται ποίηση κι ενώνεται με μια αόρατη τάξη πραγμάτων. Με μια αθεϊστική κίνηση κάποιου που βιώνει την ποίηση όντας στοιχείο της παραγωγής ο ίδιος, θα έλεγα ότι δεν ξέρω τί είναι η ποίηση σαν πολιτιστικό προϊόν και λογοτεχνικό είδος και λειτούργημα, αλλά ξέρω τί είναι η γραφή και τί είναι η ποίηση σαν διαδικασία και δημιούργημα -δεν μου αρέσει «το ποίημα» σαν οριοθέτηση ενός έργου, προτιμώ μια ολιστική οπτική. Ξέρω γιατί μου συμβαίνει. Το να γράφει κανείς δεν είναι μια απόφαση lifestyle ή ένας επαγγελματικός προσανατολισμός. Σαφώς απαιτεί συνειδητή επιλογή και διαρκή τριβή κι εξέλιξη -και ευχής έργον θα ήταν οι ποιητές να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες. Το να γράφει κανείς είναι ιδιότητα της ύπαρξής του, είναι σύμπτωμα σωματικό και πνευματικό. Και το κάθε δημιούργημα, όπως για κάθε καλλιτεχνικό έργο, περιέχει κύτταρα του γράφοντος. Όχι σαν ναρκισσιστική επίδειξη κάποιου υποτιθέμενου ταλέντου ούτε σαν άσκηση ψυχοθεραπείας. Αλλά σαν ύστατη πράξη επικοινωνίας και συντονισμού με τον κόσμο, ένδον κι εξωτερικά. Πράξη άρθρωσης ενός λόγου, κίνηση για να μοιραστεί κάτι βαθύτερο που θα χαρίσει λίγη ομορφιά, πολλές φορές σκληρή και τρομακτική, αλλά σημαίνουσα.
Το σήμερα μεταβάλλεται κάθε φορά που τίθεται το ερώτημα, προφανώς. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πώς μεταβάλλεται ο καθένας μέσα σε αυτήν την ροή. Είδα τον εαυτό μου και την γραφή μου δορυφορικά σε σχέση με τα εκάστοτε σήμερα. Προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία που έχουν μείνει αδιατάρακτα και τα σημεία που έχουν μετατοπιστεί στο άτομο και στον τρόπο που αντιμετωπίζω την δουλειά μου. Και πιστεύω ότι είναι αυτή η διαπραγμάτευση κι ο σιωπηλός απολογισμός που διαγράφουν την πορεία του σήμερα του καθενός.
Ποιο είναι το σήμερα της Αθήνας σε σχέση με αυτό του Λονδίνου, το σήμερα της φοιτήτριας σε σχέση με της εργαζόμενης, το σήμερα του να μιλάς καθημερινά μια ξένη γλώσσα σε σχέση με το να μιλάς μόνο ελληνικά, το σήμερα του να σημειώνεις χειρόγραφα με το σήμερα του i-pad, το σήμερα του να εκδίδεις έντυπα με το σήμερα του να εκδίδεις ηλεκτρονικά βιβλία, το σήμερα του να αμείβεσαι για την συγγραφική σου δουλειά με το σήμερα του να νιώθεις ζητιάνος της κουλτούρας, το σήμερα των θερμών πεποιθήσεων με το σήμερα μιας απολιτίκ απαθετίκ στάσης, το σήμερα του να παίρνεις φίλους τηλέφωνο με το σήμερα του like, το σήμερα των ανοιχτών προοπτικών με το σήμερα του εσωτερικής εξορίας, το σήμερα μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας με το σήμερα μιας μόνιμης αστάθειας, το σήμερα των αξιών με το σήμερα διαφορετικών αξιών, το σήμερα της διαρκούς προσαρμογής, το σήμερα του μεγαλώνω σε σχέση με το ωριμάζω, κι όλα αυτά τα ενδιάμεσα που δεν προλαβαίνουμε να καταγράψουμε και να πατήσουμε παύση για να κοιταχτούμε μέσα τους και να αναρωτηθούμε: η ποίηση σήμερα;
http://www.huffingtonpost.gr/natalia-katsou/-_2072_b_8345570.html
11/02/2015 | ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ
-Αν ήταν η μέχρι τώρα ζωή σου μια σκηνή από ταινία, ποια θα ήταν αυτή η σκηνή;
Η στιγμή που το αρκουδάκι κοιτάζει στα μάτια την τίγρη στην “Αρκούδα” του Jean-Jacques Anneau – και το πέρασμα μέσα από το ποτάμι στο Stalker του Tarkovsky, ίσως και σε συνδυασμό.
-Γιατί αποδημούν τα πουλιά;
Γιατί κυνηγούν τον ήλιο.
-Αν σου έλεγαν πως αύριο θα γίνεις άγαλμα, σε ποιο σημείο θα σταματούσες για να κοιτάζεις τον κόσμο;
Σε ένα βαγόνι τραίνου.
-Πως γίνεται από την χαραμάδα να περνάει τόσο φως;
Μια χαραμάδα αρκεί για μια κλωστή φως, το υπόλοιπο είναι η φαντασία μας που το πολλαπλασιάζει σε κύματα, η ανάγκη μας να ανοίξουμε την πόρτα και να χαθούμε μέσα στην κίτρινη παλίρροια.
-Ποια είναι η μονάδα μέτρησης της ευτυχίας;
Τα ανθρώπινα χέρια που μας αγγίζουν και τα μάτια που λάμπουν γύρω μας ανά ημέρα.
-Ξημέρωμα ή δειλινό;
Ξημέρωμα- εξουδετερώνει και το ημέρωμα και το σκοτάδι, σε αρπάζει από τα μάλλια και σε ξαναβουτάει σε κάτι που δεν έχει τελειώσει.
-Πως γίνεται η γλώσσα μας να δένεται με γόρδιο δεσμό;
Είναι η αντανακλαστική άμυνα του σώματος για να μην εκπυρσοκροτήσει το μυαλό μας, να μην εκτοξεύσουμε όλες μας τις σκέψεις κι αδειάσουμε – ή για να μην διαλύσουν τους άλλους; Είναι ο κόμπος της σιωπής για να μας θυμίσει ότι δεν χωράνε όλα σε λόγια.
-Γιατί νηστεύουμε ακόμα και τον έρωτα;
Ποιος ζωντανός νηστεύει τον έρωτα;
-Ποιο θα είναι το επόμενο μέσο φυλάκισης μας;
Η ψευδαίσθηση της συνεννόησης, το κομμένο δάχτυλο που δεν θα προλαβαίνει να κάνει like.
-Μπορούμε να χορέψουμε «πάνω στο φτερό του καρχαρία;»
Τάνγκο σφιχταγκαλιασμένοι πετώντας μαζί του.
http://updot.gr/2015/02/11/i-ano-teleia-ginetai-erotimatiko-natalie-katsou/
ξεκολλήστε αυτό το βρεγμένο τσουβάλι
από πάνω μου
μωρό βουτηγμένο στον αέρα στα υγρά μου
πράσινο από τις βλέννες και την προσπάθεια
μου μοιάζει το κλάμα μου τρυπάει
τα τύμπανα
των άγριων κυνηγών
τα τύμπανα στο λαβύρινθο της οδύνης
ακόμη στην μήτρα μου μέσα ανακατεύονται
κλαδιά μυτερά και μαύρα
τα νύχια του
να σκάψει για ανάσα
κι αφού βγήκε
τι κρέμεται εδώ στο βυζί μου
στο μηρό μου
γλιστράει καθώς τρέχω
γαντζώνεται πάλι
να ρουφήξει γάλα των ματιών μου
να πιπιλίσει τη γλώσσα
δόντια δεν έχει ακόμη
πώς να κόψω τον λώρο
να γλιτώσω δρόμο
να φτάσω πίσω στον ύπνο
…………………………………………………………………………………
έχω ξεχαστεί μπότες γάντζοι σχοινιά αξίνες γάντια και φωνές κυνηγών
μέσα στο χιόνι εγώ ανάσκελα
τριγυρίζω διαλυμένη παπαρούνα
ξεχειλωμένη ανάσα στο χιόνι
δε με φέρνει
ούτε μια μέρα πιο κοντά
στο γούνινο εκείνο ουρλιαχτό κοιμάμαι τον εφιάλτη
ομοίωμα ξεκολλημένο από το δέρμα μου ακόμη
από το ‘UrsusMaritimus’
ποιητική Ιούνιος 2011
Φοβάμαι την ασπιτοσύνη
να περιφέρω σκισμένη
την πείνα μου
σε μια χαρτοσακούλα
κι αυτήν για στρώμα
στα κανάλια των ορμητικών πόλεων
[θα μου κάψουν όλα τα δάσημε τις συνειδήσεις μια μέρα]
οι γούνες μου θα ουρλιάζουν
στις στέγες κρεμασμένες
βρικόλακες των απελθόντων
βρωμάει δόξα και ιστορία
[φρυκτωρίατης απανθρωπιάς]από την [Φημονόη]
ποιητική-καλοκαίρι 2012
η βασίλισσα
πώς τολμάει αυτός ο ξένος“πεφευγώς εξ Αθηνών επί φόνω”
να εμφανίζεται ρακένδυτος
και αμίλητος “φωραθέντος δε του νεκρού
μπροστά σε μας και στο λαό; κριθείς εν Αρείω Πάγω
και καταδικασθείς προς Μίνωα έφυγε”
“τοις Σικανοίς διέτριψε πλείω χρόνον,
θαυμαζόμενος
άκουσα γι’ αυτόν τόσα πολλάεν τη κατά την τέχνην υπερβολή”
που δε μου φτάνουν
ξεσηκώθηκα
να τον υποδεχτώ“deorumsimulacraprimusfecit”
-αυτό πρέπει να κάνει η γυναίκα του βασιλιά
ζεσταίνομαι. έχουν πυρώσει τα διαδήματα
κι είναι μονάχα ξημέρωμα λένε θ’ αργήσει να ξαναδεί
γιατί κοιτάζει κατάματα τον ήλιο;
από το βιβλίο ‘Κοχλίας’
Εκδ. Κέδρος 2012
Νυμφαλίς [απόσπασμα]
δεν κουβαλάω ποτέ χρήματα
ξέρω μόνο να προσφέρω και να δέχομαι
τους άλλους
έχω λίγα κέρματα
τα στριφογυρίζω στην παλάμη μου
τα ρίχνω στον αέρα
ήχος από πυγολαμπίδες που πέφτουν
τα μαζεύω σε ένα βάζο δίπλα στην πόρτα
να φωσφορίζουν
κάθε επισκέπτης ευχαριστημένος
αφήνει ένα κίτρινο νόμισμα σημάδι
ευγνωμοσύνης κι ότι θα επιστρέψει
*
χρυσά κουμπιά κλεμμένα
από τα μάτια των προγόνων
τώρα οι νεκροί είναι τυφλοί
πίσω από την άμμο των βυθών
πούδρα βρεγμένη μάσκα ανυπαρξίας
στην επιφάνεια γίνεται δέρμα
με βαμμένα χείλη να γυαλίζουν
προβάρουμε τον θάνατο
αστερίες πεταμένοι στον ουρανό
χλιμιντρίζοντας υποσχέσεις
διάλεξε εμένα
αστράφτω χωρίς δαχτυλιές
κι αποτυπώματα
Se Vostra Grazia mi comanda
ce n’ho un assortimento
δεν έχω αδέλφια ούτε κανέναν
μαθαίνω γρήγορα να γίνομαι οι άλλοι
ενσωματώνομαι
σπαθί πάντα ακονισμένο
άνθρωπος που ξαναβλέπει
από το βιβλίο Νυμφαλίδες
Εκδόσεις Κέδρος 2015