ξεκολλήστε αυτό το βρεγμένο τσουβάλι
από πάνω μου
μωρό βουτηγμένο στον αέρα στα υγρά μου
πράσινο από τις βλέννες και την προσπάθεια
μου μοιάζει το κλάμα μου τρυπάει
τα τύμπανα
των άγριων κυνηγών
τα τύμπανα στο λαβύρινθο της οδύνης
ακόμη στην μήτρα μου μέσα ανακατεύονται
κλαδιά μυτερά και μαύρα
τα νύχια του
να σκάψει για ανάσα
κι αφού βγήκε
τι κρέμεται εδώ στο βυζί μου
στο μηρό μου
γλιστράει καθώς τρέχω
γαντζώνεται πάλι
να ρουφήξει γάλα των ματιών μου
να πιπιλίσει τη γλώσσα
δόντια δεν έχει ακόμη
πώς να κόψω τον λώρο
να γλιτώσω δρόμο
να φτάσω πίσω στον ύπνο
…………………………………………………………………………………
έχω ξεχαστεί μπότες γάντζοι σχοινιά αξίνες γάντια και φωνές κυνηγών
μέσα στο χιόνι εγώ ανάσκελα
τριγυρίζω διαλυμένη παπαρούνα
ξεχειλωμένη ανάσα στο χιόνι
δε με φέρνει
ούτε μια μέρα πιο κοντά
στο γούνινο εκείνο ουρλιαχτό κοιμάμαι τον εφιάλτη
ομοίωμα ξεκολλημένο από το δέρμα μου ακόμη
από το ‘UrsusMaritimus’
ποιητική Ιούνιος 2011
Φοβάμαι την ασπιτοσύνη
να περιφέρω σκισμένη
την πείνα μου
σε μια χαρτοσακούλα
κι αυτήν για στρώμα
στα κανάλια των ορμητικών πόλεων
[θα μου κάψουν όλα τα δάσημε τις συνειδήσεις μια μέρα]
οι γούνες μου θα ουρλιάζουν
στις στέγες κρεμασμένες
βρικόλακες των απελθόντων
βρωμάει δόξα και ιστορία
[φρυκτωρίατης απανθρωπιάς]από την [Φημονόη]
ποιητική-καλοκαίρι 2012
η βασίλισσα
πώς τολμάει αυτός ο ξένος“πεφευγώς εξ Αθηνών επί φόνω”
να εμφανίζεται ρακένδυτος
και αμίλητος “φωραθέντος δε του νεκρού
μπροστά σε μας και στο λαό; κριθείς εν Αρείω Πάγω
και καταδικασθείς προς Μίνωα έφυγε”
“τοις Σικανοίς διέτριψε πλείω χρόνον,
θαυμαζόμενος
άκουσα γι’ αυτόν τόσα πολλάεν τη κατά την τέχνην υπερβολή”
που δε μου φτάνουν
ξεσηκώθηκα
να τον υποδεχτώ“deorumsimulacraprimusfecit”
-αυτό πρέπει να κάνει η γυναίκα του βασιλιά
ζεσταίνομαι. έχουν πυρώσει τα διαδήματα
κι είναι μονάχα ξημέρωμα λένε θ’ αργήσει να ξαναδεί
γιατί κοιτάζει κατάματα τον ήλιο;
από το βιβλίο ‘Κοχλίας’
Εκδ. Κέδρος 2012
Νυμφαλίς [απόσπασμα]
δεν κουβαλάω ποτέ χρήματα
ξέρω μόνο να προσφέρω και να δέχομαι
τους άλλους
έχω λίγα κέρματα
τα στριφογυρίζω στην παλάμη μου
τα ρίχνω στον αέρα
ήχος από πυγολαμπίδες που πέφτουν
τα μαζεύω σε ένα βάζο δίπλα στην πόρτα
να φωσφορίζουν
κάθε επισκέπτης ευχαριστημένος
αφήνει ένα κίτρινο νόμισμα σημάδι
ευγνωμοσύνης κι ότι θα επιστρέψει
*
χρυσά κουμπιά κλεμμένα
από τα μάτια των προγόνων
τώρα οι νεκροί είναι τυφλοί
πίσω από την άμμο των βυθών
πούδρα βρεγμένη μάσκα ανυπαρξίας
στην επιφάνεια γίνεται δέρμα
με βαμμένα χείλη να γυαλίζουν
προβάρουμε τον θάνατο
αστερίες πεταμένοι στον ουρανό
χλιμιντρίζοντας υποσχέσεις
διάλεξε εμένα
αστράφτω χωρίς δαχτυλιές
κι αποτυπώματα
Se Vostra Grazia mi comanda
ce n’ho un assortimento
δεν έχω αδέλφια ούτε κανέναν
μαθαίνω γρήγορα να γίνομαι οι άλλοι
ενσωματώνομαι
σπαθί πάντα ακονισμένο
άνθρωπος που ξαναβλέπει
από το βιβλίο Νυμφαλίδες
Εκδόσεις Κέδρος 2015