διπλό φεγγάρι ο αύγουστος
δυο πρόσωπα δίδυμα
των σφαλμάτων αγάλματα
σύρε το πέλμα σου στον αύγουστο
και μάθε μου το βήμα απ’την αρχή
ανοίγει τα σαγόνια το τέρας χωρίς γλώσσα
κι εισέρχεσαι
χωρίς γλώσσα πεθαίνεις
(η θυσία συμβαίνει στην είσοδο
μόλις κόψεις εισιτήριο
για κάπως να λέγεσαι)
να υποφέρεις χωρίς κραυγή να κρώζεις το αδιέξοδο
στον ίδιο ποταμό πνιγόμαστε δυο φορές
(ίδιο το νήμα που μας καταπίνει
αρχινημένο άλλοτε κι ακόμη ξεφυτρώνει
μια συνέχεια από ρωγμές παύσεις και ρήγματα)
…………………………………………………………………….
τον αύγουστο εκείνον
πού διέφερες από τον επόμενο
και πώς τον εξευτέλισες
να γίνει χρόνος προσπελάσιμος
ένα τεμαχισμένο μέρος
αντί του τίποτα
…………………………………………………………………………………………….
μεταβλητή ο αύγουστος
αλάνθαστο άλλοθι
όπως ανταλλαγή όστρακων με κοράλια
ύλη εκ προοιμίου δοσμένη
στις προθήκες του εφιάλτη
φόρεσε τα γυαλιά μου
να κλείσω εγώ τα μάτια σου
στο μαρτύριο του ήλιου
να προχωράς σηκώνοντας χώμα
με την σκιά σου σαρκωμένη
από τα πλαγιασμένα πεύκα
προς την πληγωμένη θάλασσα
ιεροτελεστία της συμφοράς
-σαν ομοιοκαταληξία
οξειδώνεται ο λόγος μέσα στο στομάχι
μεγαλώνω μαζί με την δίψα μου
ξεσηκωμένοι ίσκιοι του μυαλού
συσσωματώνονται στα βράχια
-παραδίπλα οι λουόμενοι –
αχνίζουν τα φύλλα
κι όπου χωνεύεται φως το ελάχιστο
στο μεταξύ να βρίσκομαι
…………………………………………………………………………………………………..
ξεκουνιούνται τα ναυάγια
τριμμένη άμμος και χαλάσματα
τρίζουν στο δέρμα και κολλάνε
κι από βαθιά του το αρμυρίζουν
-μια γαλάζια πλημμυρίδα σπαραγμών
-η απειλή του άστρου
στο χείλος του
διαστήματος
θα πέσω και θα σε τσακίσω
με την απώλεια
-γιατί τον αύγουστο
ανατινάζονται τα κύματα
τα ψέμματα τα χείλη
των ουρανίων
ανα-μαινόμενα
οι ήλιοι κοκκινίζουν
κομματιάζονται
του αχινού τα κελύφη
κι όσα δεν πρόλαβαν
επαναλαμβάνονται
ποιήματα-βότσαλα ζωγραφισμένα
………………………………………………………………………………………………….
σε ένα γραμματοκιβώτιο παραβιασμένο
αψάρευτο
κοχύλι αλατισμένο μυρίζει ακόμη βυθούς
πάνω στο στήθος σου
αυτό που γνώριζα για φόβο
και ξεμάκρεμα
το φρύδι που στρέφει στο μέσα του
ένα ερωτηματικό αγκιστρωμένο στην ησυχία
μονοπάτι που μου ράγισε τα πέλματα
καμπυλωμένο από το χιόνι ως την άμμο
βάρυνε κι ο ορίζοντας
καψαλίζεται το βάθος σε μια δύση απροσδιόριστη
μήπως γέρνει η βελόνα της φυλαγμένης θλίψης
για τ’ αργότερα
μετά το αργά μόνο πιο αργά γίνονται όλα
αστιγματισμός του υποβρύχιου απομεσήμερου
ποιος διάολος να κρέμασε
αυτόν τον κυριολεκτικό καθρέφτη
μεταξύ άγρυπνου και ξύπνιου
με όλο το σχεδίασμα του επέκεινα σε μια
θαλασσινή ρυτίδα
κατάματα
This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.