σου είπαν γκρεμίστηκε το σπίτι
κι εσύ γέλασες
κι ας μην το βρήκες καθόλου αστείο
κι έτρεξες έξω
στο διάδρομο με τις χίλιες πόρτες
τις άνοιξες όλες να σιγουρευτείς
πως γκρεμίστηκε κι αυτό
κι ο κήπος κι ο δρόμος μπροστά
κι η μεγάλη καγκελόπορτα
που έβγαζε στο πίσω του ουρανού
και μόλις μπήκε ο θείος Διοπομπαίος
ακόμη έτσι είσαι γούρλωσε τα μάτια
για αστείο και σε πήρε από το χέρι
ξεκάλτσωτη κι αρχίσατε να τρέχετε
έξω στους δρόμους με τους χίλιους ανθρώπους
και κάθε λίγο φούσκωνες από τον καπνό
και τη μαυρίλα στα ρουθούνια
και στο φανάρι του γλίστρησες
στάσου μια στιγμή θείε κρυώνω
κι εκείνος σε τράβηξε
μέχρι το βράχο
εκεί που παλιά ήταν θάλασσα
κοχύλια πέτρες κι αγάλματα
και σε κράτησε πάνω από το κενό
σαν τσόφλι από φιστίκι για αστείο
κι όταν βελόνιασαν τα μάτια
από λευκό κι από έλλειψη
σ’ άφησε κάτω πιο κάτω
και πιο κάτω σε ένα τίποτα
που δεν είχες προβλέψει
γεμάτο φωνές
πού ήσουν άργησες πού ήσουν άργησες γιατί
να έχεις μεγαλώσει σαν σκαθάρι
και μάλιστα τόσο μακρυά
γιατί
εμείς να σερνόμαστε πιο αργά
πάρε μας μαζί σου
χιλιάδες τραυματίες πριν από πόλεμο
να πιάνονται από τα μαλλιά και τα μάτια σου
τσιμπώντας βλαστημώντας δαγκώνοντας
το μήλο που σου χάρισαν στην κούνια
τότε που δεν πνίγηκες
που κράτησες τη φλούδα ξεραμένη
φυλαχτό ανάμεσα στο λαιμό και τον αέρα
να θυμάσαι να μην πνίγεσαι
και να λες ευχαριστώ
ξέρω ότι η Χιονάτη πέθανε
ευχαριστώ πυροβολήστε με
κι ύστερα να γυρνάς την πλάτη
χωρίς να τρέχεις
όπως τρέχοντας γύρισες σήμερα
μόλις οι φήμες βρώμισαν
από το ποτάμι στ’ αφτιά σου
τα καινούρια ξενόγλυπτα αφτιά
πως τα σύννεφα φούντωσαν
η γη ξεκοιλιάστηκε
και το σπίτι γκρεμίστηκεευτυχώς όλοι οι ένοικοι
παραθέριζαν στην εξοχική τους κατοικία
στο νησί
εκτός κινδύνου
και το ζευγάρι του τρίτου
είχε πεθάνει την προηγούμενη φορά
όλα τα πράγματα αρχινημένα τα βρίσκουμε
τα αρπάζουμε από μια τριχιά της κουκούλας τους
τα φέρνουμε μια βόλτα ξεσκέπαστα
κλωτσηδόν τα εγκαταλείπουμε στις σχάρες των υπονόμων
ξεριζώνοντας μαζί με το όνομά τους και το δικό μας
και τότε δίχως ανάσα τρέχουμε στα επόμενα
-σ’ εκείνο το φράγμα της στροφής
κάποιοι κοκαλώνουν και το αφορίζουν
τέλος εποχής
-αγαπητοί απατεώνες ας είμαστε αεί θρασείς
τέλος δεν έχει
γωνίες γκρεμούς και βάραθρα μόνο
μάλιστα αυτά είναι που εξασφαλίζουν
μια κάποια ακεραιότητα
στην επιχείρηση
-διαψεύστε με
ετοιμόρροπα συνθήματα
συνάντησα και τον καθηγητή ένα μεσημέρι, επιθετικός, έξαλλος, με τα πολιτικά, με τις κομμένες συντάξεις, τις συμβάσεις του ιδιωτικού. το ίδιο βράδυ τον είδα αγκαζέ και χαμογελαστό στο μπράτσο μιας νέας γλυκυτάτης στο φουαγέ εναλλακτικού μπουλβάρ.
χαοτική Αθήνα, χάνω τί είναι μύθος αστικός και τί αλήθεια. ο κόσμος έξω, καθημερινές, όπως πάντα. παραγγέλνει καπουτσίνο και το βράδυ τζιν τόνικ. η γκρίνια γκρίνια. καινούριες αφίξεις, άστεγοι, ζητιάνοι, στα σκαλιά της Βιβλιοθήκης, μια όπερα πραγματικής πεντάρας, μια κακογουστιά κι ένα επίτηδες μιζέριας που σε τραβάει από το μαλλί να αηδιάσεις σαν από γάλα βρασμένο που κρύωσε.
κι εσύ πού στέκεσαι
γυρνάει η ερώτηση χαστούκι στη στροφή για Εξάρχεια
δεν έχω χέρια να κρατήσω ούτε τον κουβά ούτε τον αερογράφο. μπορώ όμως να ακροβατώ
στην πάνω άκρη εκεί που τα παιδιά κολλάνε τσίχλες στο διάλειμμα
σ’ αυτό το γκράφιτι με το ασημί και το πορτοκαλί στον τοίχο του σχολείου ετοιμόρροπα συνθήματα
πάνω από τα κεφάλια των περαστικών
Ένα τελευταίο
Όχι άλλο να γράφω στίχους για μιαν
άγρια άνοιξη
«κάθε άνοιξη πεθαίνω»
και κουράστηκα
όμως σ’ αυτήν εδώ
ν’ ανοίξουν τα πατώματα
πετάγονται τα σάβανα
και σκόνη να γίνονται
ανθίζοντας ήλιους κατάμεσα στα μάτια
κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα
εγώ έτσι τ’ αποφάσισα
όχι άλλα χώματα όλο φτυσιές και κόκαλα
καμένων πεταλούδων
μόνο τη φτέρνα μου γνωρίζω
από την κόψη του καιρού
(ως την άκρη της γλώσσας φοβερή)
αγαπημένοι μου
κι ας μην χανόμαστε
This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.