Κομμένο ένα
Έχω ξεχάσει να κοιτάζω,
μόνο φαντάζομαι.
Το ίδιο μου το κρέας ασπρίζει,
μυρίζω το λιγόστεμά μου
ως τους αγκώνες φυτεμένος,
στηρίζοντας ενα υπόλοιπο σώμα
σαν έτοιμο να φύγει, να γκρεμιστεί
ή να πετάξει απέναντι στην όχθη
Θα διέλυε τότε το πρόσωπο
που με διώχνει και με δένει
με ένα τρίξιμο
τόσο διαρκές και λείο,
βλέμμα λεπίδα κι όμως οικείο
Γλύφουν οι όψεις τον ψίθυρο
κι απότομα γεμίζει το στόμα μου νερό
Δεν έχω δικό μου τίποτα,
Μόνο ανάγκη κίτρινη κι αυτό το αίνιγμα·
Είναι αδελφός και πόθος
αέρας μου, ανάμνηση –και σαν κομμένο ένα