της Ναταλίας Κατσού
hartismag.gr – Ιούλιος 2019
Το θέατρο ως ετεροτοπία
«Η ετεροτοπία έχει σαν κανόνα να αντιπαραβάλλει σε έναν πραγματικό τόπο περισσότερους χώρους που, κανονικά, θα ήταν, θα έπρεπε να είναι ασύμβατοι. Το θέατρο, που είναι μια ετεροτοπία, φέρνει διαδοχικά στο ορθογώνιο της σκηνής μια ολόκληρη σειρά από ξένους τόπους»,[1] σημειώνει ο Michel Foucault σε ένα από τα πιο γοητευτικά του κείμενα, καθιερώνοντας και τον όρο της ετεροτοπίας ως μία πραγματική ετερότητα σε αντιδιαστολή με την αδύνατη ουτοπία.
Η στοιχειώδης λειτουργία του θεάτρου εντοπίζεται ακριβώς στον σχηματισμό διαφορετικών χώρων και χρόνων εντός κάποιου άλλου δεδομένου – και πραγματικού- χώρου και χρόνου, αποτελώντας την κατεξοχήν ετεροτοπία, ιδίως «στο βαθμό που δημιουργεί μονίμως νέα νοητικά τοπία, νέους συνειδησιακούς τόπους»,[2] σύμφωνα με τον Γ.Π. Πεφάνη.
Ταυτόχρονα, το θέατρο αποτελεί τον τόπο ενσάρκωσης μίας ιδέας, τον τόπο της φανέρωσης ενός κόσμου αόρατου, αλλά και τον τόπο της αναπαράστασης, όπου η ταύτιση μεταξύ φαινόμενου και νοούμενου παραμένει διαρκώς ένα δίλημμα ανοιχτό.
Με αυτούς τους δύο άξονες, την πραγματοποίηση της ετεροτοπίας και την εξερεύνηση της (ανα)παράστασης, εκκινεί αυτή η εξέταση κάποιων ιδιαίτερων ετεροτοπιών του θεάτρου: εδώ θα μας απασχολήσουν κάποιοι απολύτως έτεροι τόποι που παρουσιάζονται στο θέατρο –δηλαδή εντός της κατεξοχήν ετεροτοπίας–, οι οποίοι αυτομάτως δονούν κάθε στέρεη αντίληψη για τον κόσμο και επιβάλλουν εντελώς απρόβλεπτες συνθήκες, όχι μόνο στο πλαίσιο του θεάτρου, αλλά και στο πλαίσιο της πραγματικότητας. Η πρώτη τέτοια ετεροτοπία είναι η θάλασσα και το στοιχείο του νερού.
Η θάλασσα ως ζοφερά οικεία ετερότητα επί σκηνής
Τόσο στον χώρο του πραγματικού όσο και στον χώρο των ιδεών, η θάλασσα αποτελεί ανέκαθεν έναν έτερο τόπο με ιδιαίτερη μεταμορφωτική δύναμη, συμπαρασύροντας συχνά και την έννοια, αλλά και την ουσία, του ποταμού και της βροχής. Το υγρό στοιχείο υποβάλλει μία ρευστότητα, σχεδιάζει μία ροή και φέρει μία αίσθηση καθαρότητας, ανανέωσης, ή και αναγέννησης. Η επιφάνεια που αντανακλά και οι απαραίτητοι βυθοί επιτρέπουν στη θάλασσα να αποκτήσει διαστάσεις θεωρητικά μετρήσιμες, πρακτικά απέραντες. Τότε, το υγρό στοιχείο συμπυκνώνεται ως τόπος, ως οργανική ολότητα με κάποια ενότητα και αυτονομία˙ εκεί ξεκινά η σκοτεινιά, το άγνωστο και το απρόβλεπτο που τρομάζει και γοητεύει.
Μία βασική σύλληψη που ελέγχει αυτό το παιχνίδι μεταξύ καθαρότητας και σκότους, αλλά και μεταξύ στοιχείου και τόπου, είναι αυτή περί του ορατού και του αόρατου, προσκαλώντας και το ερώτημα σχετικά με τη διαφάνεια και τον αντικατοπτρισμό. Το νερό ως στοιχείο είναι διάφανο, όμως όταν αθροίζεται σε κάποιο μόρφωμα χάνει αυτήν την ιδιότητα, σκοτεινιάζει, θολώνει, η θάλασσα καλύπτει, κρύβει και «κυοφορεί» εντός της. Αντίστοιχα, ο αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια του νερού αποτελεί μάλλον παγίδα, αφού πρόκειται είτε για διάθλαση κάποιου από όσα κρύβονται «ένδον» της θάλασσας, δηλαδή για ένα οπτικό δόλωμα που φανερώνεται υπό γωνία και διαφεύγει όποτε προσπαθεί κανείς να το αγγίξει, είτε για ανεστραμμένη εντύπωση κάποιου σώματος που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετο από αυτό το γυαλιστερό είδωλο.
Η έννοια του ορατού και του αόρατου αποκτά εντελώς άλλη σημασία όταν προσεγγίζεται στο πλαίσιο του θεάτρου και της (ανα)παράστασης. Σ’αυτό το δίπολο προστίθεται το αίνιγμα του υλικού και του άυλου, καθώς και του πραγματικού και συμβολικού, ή, πλέον, κυρίως του μεταθεατρικού. Αυτές οι προβληματικές θα συνοδεύσουν αυτήν, αλλά και τις επόμενες εξερευνήσεις ετεροτοπιών.
Στο πλαίσιο του μύθου, η θάλασσα[3] εμφανίζεται απαρεγκλίτως προκειμένου ο ήρωας να ολοκληρώσει την περιπέτειά του. Επιφανέστατο παράδειγμα το έπος του Οδυσσέα, όπου κάθε επεισόδιο κυκλώνεται από τη θάλασσα και κάθε πράξη οδηγεί τον ήρωα από σημείο σε σημείο εντός της αχανούς και παντοδύναμης αυτής ετεροτοπίας. Όπως σημειώνει ο Joseph Campbell, ο κύκλος της περιπέτειας δημιουργεί παραλλήλους μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών, προετοιμάζοντας την αφήγηση –αλλά και την ίδια την κοινωνική οργάνωση– της σύγχρονης εποχής.[4] Μάλιστα, ο αγώνας εντός της θάλασσας ή του ποταμού, καθώς ο ήρωας καλείται να διασχίσει το νερό υπό διάφορες περιστάσεις, σηματοδοτεί το στάδιο του περάσματος:[5] το όριο γίνεται σύνδεσμος, δηλώνοντας την έξοδο του προσώπου από το γνωστό και την περίληψή του στο καινούργιο μέσα από ένα διάβημα ωρίμανσης και συνειδητής αποκοπής από κάθε τι οικείο. Το σημείο-τόπος της μη-επιστροφής προκειμένου να ξεκινήσει η επι-στροφή. Πολλές φορές, μάλιστα, αυτό το πέρασμα αποδεικνύει κάποια αδυνατότητα, επαληθεύοντας την αναγωγή της «εμπειρίας» σε απορία από τον Derrida, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την α-πορία του θανάτου.[6]
Με την εγκαθίδρυση της ψυχαναλυτικής σκοπιάς, η θάλασσα μετατρέπεται σε κοινό τόπο στον χάρτη των συμβόλων: από τον Freud ως τον Jung, κυρίως μέσω των αναλύσεων των ονείρων που παρουσιάζουν, το νερό διατηρεί τις ιδιότητες του καθαρτικού στοιχείου που φέρει από τους αρχαίους μύθους, συνήθως μέσα από τελετουργικές διαδικασίες, ενώ η θάλασσα αντικατοπτρίζει πλέον το μεγάλο υποσυνείδητο.[7]
Αυτές οι ερμηνευτικές δικλείδες που σμικρύνουν τη θάλασσα ώστε να αντιστοιχεί στις ανθρώπινες ανάγκες, αξιοποιούνται εκτεταμένα στην τέχνη, ιδίως στη ζωγραφική του ιμπρεσιονισμού (ως τοπίο) και του σουρρεαλισμού (ως νοητική κατάσταση).